πάχετος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pachetos | |Transliteration C=pachetos | ||
|Beta Code=pa/xetos | |Beta Code=pa/xetos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> = [[παχύς]], [[thick]], [[massive]], twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and ''EM''656.53 as sync. from [[παχύτερον]]; for the termination cf. [[περιμήκετος]].)<br><span class="bld">2</span> [[tight]], of a knot or ligature, Hp. ''Mul.''2.110: neut. as adverb, Id.''Cord.''6.<br><span class="bld">II</span> in later Ep. as neut. Subst., = [[πάχος]], [[thickness]], Nic. ''Th.''385 (dub.), 387, 465, Opp.''H.''4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] τό, poet. statt [[πάχος]], die [[Dicke]], Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ [[πάχετος]], größer auch an Dicke. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d'autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάχετος -ον [παχύς] [[dik]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάχετος:''' (ᾰ) эп. = [[παχύς]]. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[παχύς]] (Od.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῦ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> ([[πρβλ]]. [[πυρετός]], [[συρφετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. ([[πρβλ]]. [[περιμήκετος]]). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> ([[πρβλ]]. [[μέγεθος]]) με [[ανομοίωση]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη. | |lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[πάχετος]], ον,<br />[[massive]], Od. [[seemingly]] a poet. [[form]] of [[παχύς]], as [[περιμήκετος]] of [[περιμήκης]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = παχύς, thick, massive, twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by Hsch. and EM656.53 as sync. from παχύτερον; for the termination cf. περιμήκετος.)
2 tight, of a knot or ligature, Hp. Mul.2.110: neut. as adverb, Id.Cord.6.
II in later Ep. as neut. Subst., = πάχος, thickness, Nic. Th.385 (dub.), 387, 465, Opp.H.4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)
German (Pape)
[Seite 539] τό, poet. statt πάχος, die Dicke, Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ πάχετος, größer auch an Dicke.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
épaisseur ; selon d'autres, adj. épais, ou subst. masc., acc. πάχετον pierre massive.
Étymologie: παχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάχετος -ον [παχύς] dik.
Russian (Dvoretsky)
πάχετος: (ᾰ) эп. = παχύς.
English (Autenrieth)
παχύς (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.)
2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός
3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος
ο όγκος, το πάχος («τοῦ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ετος (πρβλ. πυρετός, συρφετός). Το επίθημα έχει πιθ. αυξητική σημ. (πρβλ. περιμήκετος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ πάχετος έχει πιθ. σχηματιστεί κατά το: πάχος, (τὸ) ή < πάχεθος (πρβλ. μέγεθος) με ανομοίωση].
Greek Monotonic
πάχετος: -ον, φαινομενικά ποιητ. τύπος του παχύς, συμπαγής, ατόφιος, όπως το περιμήκετος του περιμήκης, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πάχετος: ὁ σκοτεινή τις λέξις δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· πάχετος δ᾿ ἦν, ἠΰτε κίων Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, ὅπερ θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ εἶναι πιθανώτερον ὅτι εἶναι ποιητ. τύπος τοῦ παχύς, ὀγκώδης, «παχύς», ὡς τὸ περιμήκετος τοῦ περιμήκης. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = πάχος, τό, παχύτης, ὄγκος, Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.
Middle Liddell
πάχετος, ον,
massive, Od. seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης