εὐκίνητος: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(Bailly1_2) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkinitos | |Transliteration C=efkinitos | ||
|Beta Code=eu)ki/nhtos | |Beta Code=eu)ki/nhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκίνητον,<br><span class="bld">A</span> [[easily moved]], [[agile]], Hp.''Aph.''3.17, Pl.''Ti.''58e; <b class="b3">εὐκινητότατον εἶδος</b> ib. 56a; εὐκινητότερον ψυχὴ σώματος Arist.''MM''1199b32; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές Id.''de An.''405a12, al.; of persons, Id.''HA''491b13; [[mobile]], of [[troops]], Plb.1.40.7.<br><span class="bld">2</span> [[easily moved]], [[changeable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''8b35; [[τὸ εὐκίνητον]] = [[fickleness]], [[impulsiveness]], [[volatility]], [[inconstancy]], Hdn 7.7.1. Adv. [[εὐκινήτως]] = [[with great mobility]], [[unpredictably]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.95.<br><span class="bld">3</span> [[easily moved]], [[inclinable]], πρὸς [[ἀρετή]]ν, πρὸς [[ὀργή]]ν, [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''13a27 (Comp.), ''Rh.''1379a26; πρὸς [[ἀδικία]]ν Zaleuc. ap. Stob.4.2.19.<br><span class="bld">4</span> = [[εὐέλεγκτος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''991a16.<br><span class="bld">5</span> of language, [[flowing]], [[graceful]], Phld. ''Po.''994.35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à mouvoir ; <i>fig.</i> qu'on peut facilement tourner vers, <i>ou</i> amener à : πρός τι à qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κινέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], <i>sich [[leicht]] [[bewegend]], [[behend]]</i>, Plat. <i>Tim</i>. 58e ff.; τὸ [[ἔχον]] ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον [[ἀνάγκη]] πεφυκέναι <i>ib</i>. 56a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. <i>Probl</i>. 3.16; Pol. und andere Spätere Auch auf den [[Geist]] übertragen, <i>[[gewandt]], [[leicht]] [[begreifend]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[βραδύς]], Arist. <i>H.A</i>. 1.8; πρὸς ὀργήν, [[leicht]] zum Zorn zu [[reizen]], <i>rhet</i>. 2.2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, <i>[[Veränderlichkeit]]</i>, Hdn. 7.7.2; – [[λόγος]], <i>[[leicht]] zu [[widerlegen]]</i>, Arist. <i>met</i>. 1.7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκίνητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[подвижной]] ([[πῦρ]] Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[изменчивый]], [[легко склоняющийся]] (ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;<br /><b class="num">3</b> [[неустойчивый]], [[шаткий]] ([[λόγος]] [[λίαν]] εὐ. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκίνητος''': -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον [[αὐτόθι]] 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = [[εὐέλεγκτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11. | |lstext='''εὐκίνητος''': -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον [[αὐτόθι]] 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ [[ἀστάθεια]], Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = [[εὐέλεγκτος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''εὐκίνητος:''' -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, <i>εἴς τι</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-κίνητος, ον [κῑνέω]<br />[[easily]] moved, εἴς τι Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
εὐκίνητον,
A easily moved, agile, Hp.Aph.3.17, Pl.Ti.58e; εὐκινητότατον εἶδος ib. 56a; εὐκινητότερον ψυχὴ σώματος Arist.MM1199b32; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές Id.de An.405a12, al.; of persons, Id.HA491b13; mobile, of troops, Plb.1.40.7.
2 easily moved, changeable, Arist.Cat.8b35; τὸ εὐκίνητον = fickleness, impulsiveness, volatility, inconstancy, Hdn 7.7.1. Adv. εὐκινήτως = with great mobility, unpredictably D.S.20.95.
3 easily moved, inclinable, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργήν, Arist.Cat.13a27 (Comp.), Rh.1379a26; πρὸς ἀδικίαν Zaleuc. ap. Stob.4.2.19.
4 = εὐέλεγκτος, Arist.Metaph.991a16.
5 of language, flowing, graceful, Phld. Po.994.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à mouvoir ; fig. qu'on peut facilement tourner vers, ou amener à : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, κινέω.
German (Pape)
[ῑ], sich leicht bewegend, behend, Plat. Tim. 58e ff.; τὸ ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι ib. 56a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. Probl. 3.16; Pol. und andere Spätere Auch auf den Geist übertragen, gewandt, leicht begreifend, Gegensatz βραδύς, Arist. H.A. 1.8; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen, rhet. 2.2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit, Hdn. 7.7.2; – λόγος, leicht zu widerlegen, Arist. met. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
εὐκίνητος: (ῑ)
1 подвижной (πῦρ Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.);
2 изменчивый, легко склоняющийся (ἐπ᾽ ἀμφότερα Arst.): εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. склонный к гневу, вспыльчивый;
3 неустойчивый, шаткий (λόγος λίαν εὐ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκίνητος: -ον, (κῑνέω) εὐκόλως κινούμενος, Λατ. mobilis, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Τίμ. 58Ε· τὸ εὐκινητότατον αὐτόθι 56Α· εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδὲς Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 2, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8. 2) εὐκόλως μεταβαλλόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8, 2: - τὸ εὐκίνητον, ἡ ἀστάθεια, Ἡρῳδιαν. 7. 7. - Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 20. 95. 3) εὐκόλως κινούμενος, ἔχων κλίσιν, πρὸς ἀρετήν, πρὸς ὀργὴν Ἀριστ. Κατηγ. 10. 28, Ρητ. 2. 2, 11· εἰς λόγους Ἀνθ. Π. παράρτ. 304. 4) = εὐέλεγκτος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 11.
Greek Monotonic
εὐκίνητος: -ον (κῑνέω), αυτός που κινείται εύκολα, εἴς τι, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-κίνητος, ον [κῑνέω]
easily moved, εἴς τι Anth.