καρυκεύω: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karykeyo | |Transliteration C=karykeyo | ||
|Beta Code=karukeu/w | |Beta Code=karukeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[dress with rich sauce]], ἱερεῖα Ath.4.173d:—more freq. in Pass., ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; <b class="b3">ἐς ταὐτὸν κ.</b> [[make up]] into one [[sauce]], Men.518.7: metaph., <b class="b3">κ. λόγον</b> [[season]] a story [[well]], Plu.2.55a; [ἡ ἱστορία] κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.''Praef.''<br><span class="bld">2</span> metaph., [[embroil]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[καρυκοειδέα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1331.png Seite 1331]] ein künstliches, leckerhaftes Gericht bereiten, bes. mit seiner Brühe zubereiten; Men. bei Ath. IV, 172 b; τὰ ἱερεῖα ἐμαγείρευον καὶ ἐκαρύκευον ib. 173 d; κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖς Alexis bei Ath. XIV, 642 d. Übertr.,παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ' ἡδονῇ ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Plut. de adul. et amic. discr. 15. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=accommoder délicatement en civet <i>ou</i> en ragoût.<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰρῡκεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приготовлять изысканные блюда]], [[приправлять тонкими соусами]] (τὰ ἱερεῖα Men.): τὰ κεκαρυκευμένα Men. пряные блюда;<br /><b class="num">2</b> перен. [[приправлять]], [[сдабривать]], [[приукрашивать]] (ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰρῡκεύω''': [[ἀρτύω]], [[ἡδύνω]] τὸ [[ἔδεσμα]] διὰ καρύκης, τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδομ’, ὦ θεοὶ Ἄλεξ. ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες… ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον Ἀθήν. 173D· λοπάδα εὖ [[μάλα]] κεκαρυκευμένην Ἀλκίφρων 3. 53· ἐς ταυτὸν καρυκεύειν, [[μέλι]], σεμίδαλιν, ᾠὰ Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· μεταφ., ἀεί τινα παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ’ ἡδονὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Πλούτ. 2. 55Α· - Παθ., τὰ κεκαρυκευμένα Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 7. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. miscere res, [[συνταράσσω]], [[ἀναδεύω]], Ἡσύχ., ἐν λ. [[καρύκη]], [[ὅστις]] [[ὡσαύτως]] ἀναφέρει καὶ τὸν τύπον καρυκάζω. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[καρυκεύω]]) [[καρύκη]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] στο [[φαγητό]] καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρυκεύω]] τον λόγο(ν)» — [[κάνω]] τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακατώνω]], [[περιπλέκω]]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[νοστιμεύω]]). Ἀπότό [[καρύκη]] (=πλούσια λυδική σάλτσα).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καρύκευμα]], [[καρυκεία]], [[καρυκευτής]], [[καρυκευτός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A dress with rich sauce, ἱερεῖα Ath.4.173d:—more freq. in Pass., ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; ἐς ταὐτὸν κ. make up into one sauce, Men.518.7: metaph., κ. λόγον season a story well, Plu.2.55a; [ἡ ἱστορία] κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.Praef.
2 metaph., embroil, Erot. s.v. καρυκοειδέα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] ein künstliches, leckerhaftes Gericht bereiten, bes. mit seiner Brühe zubereiten; Men. bei Ath. IV, 172 b; τὰ ἱερεῖα ἐμαγείρευον καὶ ἐκαρύκευον ib. 173 d; κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖς Alexis bei Ath. XIV, 642 d. Übertr.,παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ' ἡδονῇ ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Plut. de adul. et amic. discr. 15.
French (Bailly abrégé)
accommoder délicatement en civet ou en ragoût.
Étymologie: καρύκη.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρῡκεύω:
1 приготовлять изысканные блюда, приправлять тонкими соусами (τὰ ἱερεῖα Men.): τὰ κεκαρυκευμένα Men. пряные блюда;
2 перен. приправлять, сдабривать, приукрашивать (ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκεύω: ἀρτύω, ἡδύνω τὸ ἔδεσμα διὰ καρύκης, τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδομ’, ὦ θεοὶ Ἄλεξ. ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες… ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον Ἀθήν. 173D· λοπάδα εὖ μάλα κεκαρυκευμένην Ἀλκίφρων 3. 53· ἐς ταυτὸν καρυκεύειν, μέλι, σεμίδαλιν, ᾠὰ Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· μεταφ., ἀεί τινα παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ’ ἡδονὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Πλούτ. 2. 55Α· - Παθ., τὰ κεκαρυκευμένα Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 7. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. miscere res, συνταράσσω, ἀναδεύω, Ἡσύχ., ἐν λ. καρύκη, ὅστις ὡσαύτως ἀναφέρει καὶ τὸν τύπον καρυκάζω.
Greek Monolingual
(Α καρυκεύω) καρύκη
1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» — κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις
αρχ.
ανακατώνω, περιπλέκω.
Mantoulidis Etymological
(=νοστιμεύω). Ἀπότό καρύκη (=πλούσια λυδική σάλτσα).
Παράγωγα: καρύκευμα, καρυκεία, καρυκευτής, καρυκευτός.