φιλοφροσύνη: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filofrosyni | |Transliteration C=filofrosyni | ||
|Beta Code=filofrosu/nh | |Beta Code=filofrosu/nh | ||
|Definition=ἡ, (φιλόφρων) < | |Definition=ἡ, ([[φιλόφρων]])<br><span class="bld">A</span> [[friendliness]], [[kindliness]], Il.9.256; τινος [[towards]] one, [[Herodotus|Hdt.]]5.92.γ; [[εἰρήνη]] πρὸς ἀλλήλους καὶ φῐλοφροσύνη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 628c; [[κοινωνεῖν]] φιλοφροσύνης ib.640b; [[τυχεῖν]] Plu.''Pyrrh.''11; [[δέξασθαι]] φιλοφροσύνην Id.''Mar.''40; [[νέμειν]] τινί Id.''Cat.Mi.''3; διὰ φιλοφροσύνην [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., [[friendly]] [[greeting]]s, [[welcome]]s, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.''O.''6.98; ποικίλαι φιλοφροσύναι Phld. ''Lib.''p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.''Im.''21.<br><span class="bld">II</span> [[cheerfulness]], [[gaiety]], X.''Smp.''2.24 (pl.), Plu.2.128d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1288.png Seite 1288]] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1288.png Seite 1288]] ἡ, liebreiche, freundliche [[Behandlung]], [[Wohlwollen]]; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirtung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' [[ἀλλήλων]] Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – [[Heiterkeit]], [[Fröhlichkeit]], Xen. Conv. 2, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[sentiment d'amitié]] <i>ou</i> [[sentiment de bienveillance]], [[bonté]] : τινος HDT, [[πρός]] τινα PLUT pour qqn ; [[περί]] τι PLUT pour qch;<br /><b>2</b> [[belle humeur]], [[gaîté]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόφρων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοφροσύνη:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[благожелательное отношение]], [[дружелюбие]] (φιλοφροσύνης τινὸς [[εἵνεκεν]] Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας [[φιλοφρονεῖσθαι]] Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение);<br /><b class="num">2</b> [[радостное настроение]], [[веселье]] Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοφροσύνη''': ἡ, ([[φιλόφρων]]) φιλικὴ [[διάθεσις]], [[εὔνοια]], Ἰλ. Ι. 256· τινός, [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· [[εἰρήνη]] πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν [[αὐτόθι]] 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς [[ἀσπασμός]], φιλικὴ [[ὑποδοχή]], [[δεξίωσις]], σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. [[φιλοφρόνησις]]. ΙΙ. [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[εὐθυμία]], [[φαιδρότης]], Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ. | |lstext='''φῐλοφροσύνη''': ἡ, ([[φιλόφρων]]) φιλικὴ [[διάθεσις]], [[εὔνοια]], Ἰλ. Ι. 256· τινός, [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· [[εἰρήνη]] πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν [[αὐτόθι]] 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς [[ἀσπασμός]], φιλικὴ [[ὑποδοχή]], [[δεξίωσις]], σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. [[φιλοφρόνησις]]. ΙΙ. [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[εὐθυμία]], [[φαιδρότης]], Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten=([[φρήν]]): [[kindliness]], [[friendly]] [[temper]], Il. 9.256†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλόφρων]], <i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> φιλική [[διάθεση]], ευγενική [[συμπεριφορά]], [[φιλοφρόνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ευγένεια]], [[περιποιητικότητα]], [[ευπροσηγορία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διεθνής]] [[φιλοφροσύνη]]»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> [[σύνολο]] κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευδιαθεσία]], [[ευθυμία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλοφροσύναι</i><br />φιλική [[υποδοχή]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλοφροσύνη:''' ἡ ([[φιλόφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλία]], [[εύνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i> προς κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευθυμία]], σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλοφροσύνη, ἡ, [[φιλόφρων]]<br /><b class="num">I.</b> [[friendliness]], [[kindliness]], Il.; τινός [[towards]] one, Hdt.; πρός τινα Plat.: pl. [[friendly]] greetings, Pind.<br /><b class="num">II.</b> [[cheerfulness]], Xen. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[φιλόφρων]]) [[good-will]], [[good will]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[friendliness]]=== | |||
Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: [[vriendelijkheid]]; Finnish: ystävällisyys; French: [[gentillesse]], [[cordialité]]; German: [[Freundlichkeit]]; Greek: [[φιλικότητα]]; Ancient Greek: [[ἐνηείη]], [[ἐπιτηδειότης]], [[εὐπροσηγορία]], [[εὐσυναλλαξία]], [[οἰκειότης]], [[οἰκηιότης]], [[οἰκηϊότης]], [[τὸ φιλόφρον]], [[προσφίλεια]], [[προσφιλία]], [[φιλημοσύνη]], [[φιλία]], [[φιλοφροσύνη]]; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: [[cordialidade]], [[amizade]]; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: [[дружелюбие]]; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: [[amigabilidad]]; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 18 September 2024
English (LSJ)
ἡ, (φιλόφρων)
A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φῐλοφροσύνη Pl.Lg. 628c; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib.640b; τυχεῖν Plu.Pyrrh.11; δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40; νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3; διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg.740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., friendly greetings, welcomes, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98; ποικίλαι φιλοφροσύναι Phld. Lib.p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21.
II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirtung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' ἀλλήλων Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – Heiterkeit, Fröhlichkeit, Xen. Conv. 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 sentiment d'amitié ou sentiment de bienveillance, bonté : τινος HDT, πρός τινα PLUT pour qqn ; περί τι PLUT pour qch;
2 belle humeur, gaîté.
Étymologie: φιλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφροσύνη: ἡ тж. pl.
1 благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς εἵνεκεν Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение);
2 радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφροσύνη: ἡ, (φιλόφρων) φιλικὴ διάθεσις, εὔνοια, Ἰλ. Ι. 256· τινός, πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν αὐτόθι 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς ἀσπασμός, φιλικὴ ὑποδοχή, δεξίωσις, σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. φιλοφρόνησις. ΙΙ. εὔθυμος διάθεσις, εὐθυμία, φαιδρότης, Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ.
English (Autenrieth)
(φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόφρων, ονος]
1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση
νεοελλ.
1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία
2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη»
διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών
αρχ.
1. ευδιαθεσία, ευθυμία
2. στον πληθ. αἱ φιλοφροσύναι
φιλική υποδοχή.
Greek Monotonic
φῐλοφροσύνη: ἡ (φιλόφρων)·
I. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.
II. ευθυμία, σε Ξεν.
Middle Liddell
φῐλοφροσύνη, ἡ, φιλόφρων
I. friendliness, kindliness, Il.; τινός towards one, Hdt.; πρός τινα Plat.: pl. friendly greetings, Pind.
II. cheerfulness, Xen.
English (Woodhouse)
(see also: φιλόφρων) good-will, good will
Translations
friendliness
Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, προσφιλία, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch