εὔκομπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykompos
|Transliteration C=eykompos
|Beta Code=eu)/kompos
|Beta Code=eu)/kompos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loud-sounding</b>, <b class="b3">εὔκομποι πληγαὶ ποδός</b>, in dancing, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>152</span> (lyr.).</span>
|Definition=εὔκομπον, [[loud-sounding]], <b class="b3">εὔκομποι πληγαὶ ποδός</b>, in dancing, E.''Tr.''152 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au bruit sonore]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκομπος:''' [[звонкий]], [[громкий]] (ποδὸς πλαγαί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκομπος''': -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
|lstext='''εὔκομπος''': -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]].
|mltxt=[[εὔκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]] με [[αντήχηση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκομπος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκομπος Medium diacritics: εὔκομπος Low diacritics: εύκομπος Capitals: ΕΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: eúkompos Transliteration B: eukompos Transliteration C: eykompos Beta Code: eu)/kompos

English (LSJ)

εὔκομπον, loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.

Greek Monolingual

εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].

Greek Monotonic

εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-κομπος, ον
loud-sounding, Eur.