εὔστροφος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eystrofos
|Transliteration C=eystrofos
|Beta Code=eu)/strofos
|Beta Code=eu)/strofos
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐΰστρ</b>-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-twisted</b>, <b class="b3">ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ</b> with <b class="b2">well-twisted</b> wool (i.e. a sling), <span class="bibl">Il.13.599</span>,<span class="bibl">716</span> (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easily turned, manageable</b>, νῆες <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>293</span> (Sup., lyr.); <b class="b2">turning easily on a pivot</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>26.2</span>: metaph., <b class="b3">ζῷον</b>, of man, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span>109c</span>; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.10.5</span>. Adv. -φως, τέθριππον ἕλκων <span class="title">APl.</span>4.385, cf. <span class="bibl">Alex.Trall.1.16</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ἐΰστροφος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[well-twisted]], <b class="b3">ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ</b> with [[well-twisted]] wool (i.e. a sling), Il.13.599,716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.).<br><span class="bld">II</span> [[easily turned]], [[manageable]], νῆες E.''IA''293 (Sup., lyr.); [[turning easily on a pivot]], Hero ''Aut.''26.2: metaph., [[ζῷον]], of man, Pl. ''Criti.''109c; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος Philostr.''VS''2.10.5. Adv. [[ἐυστρόφως]], [[τέθριππον]] ἕλκων ''APl.''4.385, cf. Alex.Trall.1.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, [[σφενδόνη]] Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, [[ναῦς]] Eur. I. A. 293; [[ζῷον]] Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch [[ψυχή]], Plut., [[λόγος]] πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., [[τέθριππον]] ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, [[σφενδόνη]] Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, [[ναῦς]] Eur. I. A. 293; [[ζῷον]] Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch [[ψυχή]], Plut., [[λόγος]] πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., [[τέθριππον]] ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[bien tourné]], [[bien tressé]];<br /><b>2</b> [[qui se tourne aisément en tous sens]], [[flexible]], [[souple]];<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔστροφος:''' эп. [[ἐΰστροφος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[крепко скрученный]] ([[ἄωτος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[поворотливый]], [[удобоуправляемый]] ([[νῆες]] Eur., Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[послушный]] ([[ζῷον]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[изворотливый]] (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστροφος''': Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, [[καλῶς]] περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «[[καλῶς]] περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[ταχύς]], [[γοργός]], [[νῆες]] Εὐρ. Ι. Α. 293· [[ζῷον]] Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.
|lstext='''εὔστροφος''': Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, [[καλῶς]] περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «[[καλῶς]] περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[ταχύς]], [[γοργός]], [[νῆες]] Εὐρ. Ι. Α. 293· [[ζῷον]] Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστροφος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> bien tourné, bien tressé;<br /><b>2</b> qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;<br /><i>Sp.</i> εὐστροφώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔστροφος]], -ον<br />Α και ἐΰστροφος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο [[ευκίνητος]], ο [[ταχύς]] («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύνους]], [[έξυπνος]] (α. «[[λόγος]] πρὸς τὰς ἀπαντήσεις [[εὔστροφος]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «εύστροφο [[πνεύμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]], [[ικανός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔστροφον</i><br />η [[ευκινησία]], η [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο [[μαλλί]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[ετοιμότητα]] πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος», Φιλόστρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευστρόφως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ εὐστρόφως)<br /><b>1.</b> με εύστροφο τρόπο, με [[ευκινησία]]<br /><b>2.</b> με έξυπνο τρόπο, με [[ετοιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>αγχί</i>-<i>στροφος</i>, [[αντί]]-<i>στροφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔστροφος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει περιστραφεί [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στρέφεται εύκολα, [[αεικίνητος]], [[δραστήριος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]] στο νου, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> well-[[twisted]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[easily]] [[turning]], [[active]], [[nimble]], Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[εὐκίνητος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[στρέφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστροφος Medium diacritics: εὔστροφος Low diacritics: εύστροφος Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eústrophos Transliteration B: eustrophos Transliteration C: eystrofos Beta Code: eu)/strofos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστροφος, ον,
A well-twisted, ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ with well-twisted wool (i.e. a sling), Il.13.599,716 (ἐϋστρεφεῖ Aristarch.).
II easily turned, manageable, νῆες E.IA293 (Sup., lyr.); turning easily on a pivot, Hero Aut.26.2: metaph., ζῷον, of man, Pl. Criti.109c; πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔ. λόγος Plu.2.803f; τὸ εὔ. τοῦ φθέγματος Philostr.VS2.10.5. Adv. ἐυστρόφως, τέθριππον ἕλκων APl.4.385, cf. Alex.Trall.1.16.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, σφενδόνη Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, ναῦς Eur. I. A. 293; ζῷον Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch ψυχή, Plut., λόγος πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., τέθριππον ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστροφος;
ος, ον :
1 bien tourné, bien tressé;
2 qui se tourne aisément en tous sens, flexible, souple;
Sp. εὐστροφώτατος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὔστροφος: эп. ἐΰστροφος 2
1 крепко скрученный (ἄωτος Hom.);
2 поворотливый, удобоуправляемый (νῆες Eur., Plut.);
3 послушный (ζῷον Plat., Plut.);
4 изворотливый (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστροφος: Ἐπικ. ἐΰστροφος, ον, καλῶς περιεστραμμένος, «καλὰ στρημμένος», ἐϋστρόφω οἰὸς ἀώτῳ, «καλῶς περιεστραμμένῳ ἐρίῳ, τουτέστιν, ἐρεᾷ σφενδόνῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 599, 716. ΙΙ. εὐκόλως στρεφόμενος, εὐκίνητος, ἐλαφρός, ταχύς, γοργός, νῆες Εὐρ. Ι. Α. 293· ζῷον Πλάτ. Κριτί. 109C· πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστρ. Πλούτ. 2. 803F· τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος Φιλόστρ. 589· - Ἐπίρρ. -φως, Ἀνθ. Πλαν. 385.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστροφος, -ον
Α και ἐΰστροφος, -ον)
1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.)
2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ.
β. «εύστροφο πνεύμα»)
μσν.
1. επιτήδειος, ικανός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστροφον
η ευκινησία, η ταχύτητα
αρχ.
1. ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο μαλλί, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. η ετοιμότητα πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῦ φθέγματος», Φιλόστρ.).
επίρρ...
ευστρόφως και -α (ΑΜ εὐστρόφως)
1. με εύστροφο τρόπο, με ευκινησία
2. με έξυπνο τρόπο, με ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος, αντί-στροφος].

Greek Monotonic

εὔστροφος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),
I. αυτός που έχει περιστραφεί καλά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που στρέφεται εύκολα, αεικίνητος, δραστήριος, σβέλτος, ευκίνητος, εύστροφος στο νου, σε Ευρ.

Middle Liddell

στρέφω
I. well-twisted, Il.
II. easily turning, active, nimble, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=εὐκίνητος). Ἀπό τό εὖ + στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.