καταθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(7)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katathoryveo
|Transliteration C=katathoryveo
|Beta Code=kataqorube/w
|Beta Code=kataqorube/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shout down</b>, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>319c</span>:—Act. in Numen. ap. <span class="bibl">Eus. <span class="title">PE</span>14.6</span>: also c. acc. cogn., <b class="b3">τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κ</b>. ibid.</span>
|Definition=[[shout down]], ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν [[καταθορυβηθείς]] [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 319c:—Act. in Numen. ap. Eus. ''PE''14.6: also c. acc. cogn., <b class="b3">τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει</b> ibid.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch [[κατακράζω]]; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.
}}
{{bailly
|btext=[[καταθορυβῶ]] :<br /><b>1</b> [[troubler]], [[interrompre par des cris]] <i>ou</i> du tumulte;<br /><b>2</b> [[causer un grand trouble]], [[troubler profondément]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θορυβέω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθορῠβέω:''' [[смущать криками]], [[заглушать шумом]]: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''καταθορῠβέω''': [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) [[καθόλου]], διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to cry [[down]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 18:34, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθορῠβέω Medium diacritics: καταθορυβέω Low diacritics: καταθορυβέω Capitals: ΚΑΤΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: katathorybéō Transliteration B: katathorybeō Transliteration C: katathoryveo Beta Code: kataqorube/w

English (LSJ)

shout down, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Pl.Prt. 319c:—Act. in Numen. ap. Eus. PE14.6: also c. acc. cogn., τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει ibid.

German (Pape)

[Seite 1349] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch κατακράζω; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.

French (Bailly abrégé)

καταθορυβῶ :
1 troubler, interrompre par des cris ou du tumulte;
2 causer un grand trouble, troubler profondément.
Étymologie: κατά, θορυβέω.

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.

Russian (Dvoretsky)

καταθορῠβέω: смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.

Greek Monotonic

καταθορῠβέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταθορῠβέω: ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) καθόλου, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to cry down, Plat.