κάπνισμα: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapnisma | |Transliteration C=kapnisma | ||
|Beta Code=ka/pnisma | |Beta Code=ka/pnisma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[offering of smoke]], i.e. [[incense]], AP9.174.5 (Pall.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[encens]].<br />'''Étymologie:''' [[καπνίζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] [[rookoffer]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάπνισμα:''' ατος τό культ. курение (вещество) (κ. τιθέναι παρὰ τύμβον Anth.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κάπνισμα]]) [[καπνίζω]]<br /><b>1.</b> η [[εκπομπή]] καπνού από καιόμενη ύλη [[προς]] κάποιον ή [[προς]] [[κάτι]] («ποῦ τὰ μύρα καὶ τὰ [[μάταια]] καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> ο εξαγόμενος [[καπνός]] («το [[κάπνισμα]] της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[εισπνοή]] και [[εκπνοή]] τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού [[καπνός]] τα οποία [[είναι]] παρασκευασμένα υπό [[μορφή]] τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε [[πίπα]] και η [[συναφής]] έξη («απαγορεύεται το [[κάπνισμα]] σε κλειστούς χώρους»)<br /><b>2.</b> η [[συντήρηση]] τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> η [[καταπολέμηση]] τών ασθενειών τών [[φυτών]] με [[αέρια]] καπνού<br /><b>4.</b> η [[εμφύσηση]] καπνού στην [[κυψέλη]] τών [[μελισσών]] με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες [[κατά]] την [[εξαγωγή]] της κηρήθρας<br /><b>5.</b> [[μέθοδος]] που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την [[εμφύσηση]] καπνού σ' αυτές<br /><b>6.</b> λαϊκό μαγικό [[μέσο]] για την [[απομάκρυνση]] κακοποιών πνευμάτων<br /><b>μσν.</b><br />το θυμιάτισμα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάπνισμα:''' -ατος, τό, [[θυμίαμα]], [[λιβάνι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπνισμα''': τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, [[θυμίαμα]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - [[καπνός]], Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64. | |lstext='''κάπνισμα''': τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, [[θυμίαμα]], Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - [[καπνός]], Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[κάπνισμα]], ατος, τό, [from [[καπνίζω]]<br />[[incense]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
encens.
Étymologie: καπνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] rookoffer.
Russian (Dvoretsky)
κάπνισμα: ατος τό культ. курение (вещество) (κ. τιθέναι παρὰ τύμβον Anth.).
Greek Monolingual
το (AM κάπνισμα) καπνίζω
1. η εκπομπή καπνού από καιόμενη ύλη προς κάποιον ή προς κάτι («ποῦ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο εξαγόμενος καπνός («το κάπνισμα της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)
νεοελλ.
1. η εισπνοή και εκπνοή τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού καπνός τα οποία είναι παρασκευασμένα υπό μορφή τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε πίπα και η συναφής έξη («απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους»)
2. η συντήρηση τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική κατεργασία
3. η καταπολέμηση τών ασθενειών τών φυτών με αέρια καπνού
4. η εμφύσηση καπνού στην κυψέλη τών μελισσών με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες κατά την εξαγωγή της κηρήθρας
5. μέθοδος που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την εμφύσηση καπνού σ' αυτές
6. λαϊκό μαγικό μέσο για την απομάκρυνση κακοποιών πνευμάτων
μσν.
το θυμιάτισμα.
Greek Monotonic
κάπνισμα: -ατος, τό, θυμίαμα, λιβάνι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνισμα: τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, θυμίαμα, Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - καπνός, Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64.