ὀμφακίτης: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfakitis | |Transliteration C=omfakitis | ||
|Beta Code=o)mfaki/ths | |Beta Code=o)mfaki/ths | ||
|Definition=[ῑ] (sc. | |Definition=[ῑ] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]), ὁ, = [[ὀμφακίας]], Dsc.5.6; [[epithet]] of [[Dionysus]], Ael.''VH''3.41; [[λίθος]], name of a green stone, prob. for [[ὀμφατίτης]] in Gal.12.207:—fem. [[ὀμφακῖτις]], ιδος, as adjective, [[unripe]], ἐλαίη Hp.''Mul.''2.195: as [[substantive]], [[Aleppo gall]], gall of [[Quercus infectoria]], Dsc.1.107, Gal.8.114. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ὁ, = [[ὀμφάκινος]], [[οἶνος]], Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ὁ, = [[ὀμφάκινος]], [[οἶνος]], Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le dieu du raisin vert (Bacchus).<br />'''Étymologie:''' [[ὄμφαξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146. | |lstext='''ὀμφᾰκίτης''': (δηλ. [[οἶνος]]), ὁ = [[ὀμφακίας]], Διοσκ. 5. 12· 33· - [[ὀμφακίτης]] κηκίς, [[εἶδος]] κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀμφακίτης]], Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)<br />αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και [[νάτριο]] και ανήκει στην [[ομάδα]] τών πυροξένων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[οίνος]] που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, [[ομφακίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως επίθ.</b> άγουρη («ὀμφακῖτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κηκίδα]] του δένδρου [[δρυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀμφακίτης]] [[λίθος]]» — [[ονομασία]] ενός πράσινου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμφαξ]], -<i>ακος</i> «άγουρο [[σταφύλι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> [[καπνίτης]] / -<i>ῖτις</i>, [[μηλίτης]] / -<i>ῖτις</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ] (sc. οἶνος), ὁ, = ὀμφακίας, Dsc.5.6; epithet of Dionysus, Ael.VH3.41; λίθος, name of a green stone, prob. for ὀμφατίτης in Gal.12.207:—fem. ὀμφακῖτις, ιδος, as adjective, unripe, ἐλαίη Hp.Mul.2.195: as substantive, Aleppo gall, gall of Quercus infectoria, Dsc.1.107, Gal.8.114.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, = ὀμφάκινος, οἶνος, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
le dieu du raisin vert (Bacchus).
Étymologie: ὄμφαξ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰκίτης: (δηλ. οἶνος), ὁ = ὀμφακίας, Διοσκ. 5. 12· 33· - ὀμφακίτης κηκίς, εἶδος κηκῖδος μικρᾶς καὶ κονδυλώδους, Διοσκ. 1. 146.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῖτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].