ῥοθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rotheo
|Transliteration C=rotheo
|Beta Code=r(oqe/w
|Beta Code=r(oqe/w
|Definition=(ῥόθος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make a rushing noise</b>: hence, of a <b class="b2">roaring</b> fire, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>309</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of any confused <b class="b2">noise</b>, <b class="b3">ταῦτα . . ἐρρόθουν ἐμοί</b> such <b class="b2">clamours they raised</b> against me, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>290</span>; <b class="b3">λόγοι . . ἐρρόθουν κακοί</b> <b class="b2">there was a noise of</b> angry words, ib.<span class="bibl">259</span>.</span>
|Definition=([[ῥόθος]])<br><span class="bld">A</span> [[make a rushing noise]]: hence, of a [[roaring]] [[fire]], ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ A.''Fr.''309.<br><span class="bld">2</span> of any [[confused]] [[noise]], <b class="b3">ταῦτα.. ἐρρόθουν ἐμοί</b> [[such]] [[clamour]]s they [[raise]]d against me, S.''Ant.''290; <b class="b3">λόγοι.. ἐρρόθουν κακοί</b> there was a [[noise]] of [[angry]] [[word]]s, ib.259.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ [[πάλαι]] πόλεως ἄνδρες [[μόλις]] φέροντες ἐῤῥόθο υν [[ἐμοί]], Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] [[rauschen]], [[brausen]], [[lärmen]]; eigtl. von anprallenden Wellen, [[Ruderschlägen]], u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ [[πάλαι]] πόλεως ἄνδρες [[μόλις]] φέροντες ἐῤῥόθο υν [[ἐμοί]], Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.
}}
{{bailly
|btext=[[ῥοθῶ]] :<br />[[gronder comme les vagues]] ; τινι, [[gronder]] <i>ou</i> [[murmurer]] contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοθέω:''' [[шуметь]], [[бушевать]]: ῥοθῶν [[κρίβανος]] Aesch. [[шумящая]] (от огня) печь; λόγοι ἐρρόθουν κακοί Soph. послышались злобные речи; ῥ. τινι Soph. роптать на кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοθέω''': ([[ῥόθος]]) [[παράγω]] ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ [[πυρός]], ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, [[ταῦτα]]…ἐρρόθουν ἐμοί, [[ταῦτα]] ἐφλυάρουν [[ἐναντίον]] μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε [[θόρυβος]] λόγων ὀργίλων, [[αὐτόθι]] 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».
|lstext='''ῥοθέω''': ([[ῥόθος]]) [[παράγω]] ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ [[πυρός]], ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, [[ταῦτα]]…ἐρρόθουν ἐμοί, [[ταῦτα]] ἐφλυάρουν [[ἐναντίον]] μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε [[θόρυβος]] λόγων ὀργίλων, [[αὐτόθι]] 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=-ῶ :<br />gronder comme les vagues ; τινι, gronder <i>ou</i> murmurer contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]].
|lsmtext='''ῥοθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ῥόθος]]), κάνω άγριο θόρυβο, [[σπάζω]], συντρίβομαι, [[παφλάζω]], [[κτυπώ]], λέγεται για τα κύματα ή για την [[κίνηση]] των κουπιών, για την [[κωπηλασία]]· απ' όπου, λέγεται για [[κάθε]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]], τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· <i>λόγοι ἐρρόθουν κακοί</i>, υπήρξε [[θόρυβος]] οργισμένων λόγων, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥοθέω]], fut. -ήσω [[ῥόθος]]<br />to make a [[rushing]] [[noise]], to [[dash]], of waves or the [[stroke]] of oars: [[hence]], of any [[confused]] [[noise]], [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]] [[such]] clamours they [[raised]] [[against]] me, Soph.; λόγοι ἐρρόθουν [[there]] was a [[noise]] of words, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοθέω Medium diacritics: ῥοθέω Low diacritics: ροθέω Capitals: ΡΟΘΕΩ
Transliteration A: rhothéō Transliteration B: rhotheō Transliteration C: rotheo Beta Code: r(oqe/w

English (LSJ)

(ῥόθος)
A make a rushing noise: hence, of a roaring fire, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ A.Fr.309.
2 of any confused noise, ταῦτα.. ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, S.Ant.290; λόγοι.. ἐρρόθουν κακοί there was a noise of angry words, ib.259.

German (Pape)

[Seite 847] rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόθουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοθεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῦτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐῤῥόθο υν ἐμοί, Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.

French (Bailly abrégé)

ῥοθῶ :
gronder comme les vagues ; τινι, gronder ou murmurer contre qqn.
Étymologie: ῥόθος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοθέω: шуметь, бушевать: ῥοθῶν κρίβανος Aesch. шумящая (от огня) печь; λόγοι ἐρρόθουν κακοί Soph. послышались злобные речи; ῥ. τινι Soph. роптать на кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοθέω: (ῥόθος) παράγω ῥόθον, βοήν, οἵα γίνεται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τῆς εἰρεσίας, ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ ῥόθου τοῦ πυρός, ἐν ῥοθοῦντι κριβάνῳ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου θορύβου, ταῦτα…ἐρρόθουν ἐμοί, ταῦτα ἐφλυάρουν ἐναντίον μου, Σοφ. Ἀντ. 290· λόγοι..ἐρρόθουν κακοί, ὑπῆρχε θόρυβος λόγων ὀργίλων, αὐτόθι 259. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥοθεῖν· ὁρμᾶν. τρέχειν, λέγειν, διώκειν».

Greek Monotonic

ῥοθέω: μέλ. -ήσω (ῥόθος), κάνω άγριο θόρυβο, σπάζω, συντρίβομαι, παφλάζω, κτυπώ, λέγεται για τα κύματα ή για την κίνηση των κουπιών, για την κωπηλασία· απ' όπου, λέγεται για κάθε συγκεχυμένο θόρυβο, ταῦτα ἐρρόθουν ἐμοί, τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» εναντίον μου, σε Σοφ.· λόγοι ἐρρόθουν κακοί, υπήρξε θόρυβος οργισμένων λόγων, στον ίδ.

Middle Liddell

ῥοθέω, fut. -ήσω ῥόθος
to make a rushing noise, to dash, of waves or the stroke of oars: hence, of any confused noise, ταῦτα ἐρρόθουν ἐμοί such clamours they raised against me, Soph.; λόγοι ἐρρόθουν there was a noise of words, Soph.