ψωμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psomos
|Transliteration C=psomos
|Beta Code=ywmo/s
|Beta Code=ywmo/s
|Definition=ὁ, (ψώω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">morsel, bit</b>, <b class="b3">ψ. ἀνδρόμεοι</b> <b class="b2">gobbets</b> of man's flesh, <span class="bibl">Od.9.374</span>, cf. <span class="bibl">Amips.19.2</span> (anap.), <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.14.5</span>, Pericles ap. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span>1407a2</span>, <span class="bibl">Plb.30.26.6</span>; ψ. ἄρτου <span class="bibl">LXX<span class="title">Jd.</span>19.5</span>, al. (<b class="b3">ψ</b>. alone, <span class="bibl"><span class="title">Ru.</span>2.14</span>).</span>
|Definition=ὁ, ([[ψώω]]) [[morsel]], [[bit]], [[ψωμοὶ ἀνδρόμεοι]] [[gobbets of man's flesh]], Od.9.374, cf. Amips.19.2 (anap.), X.Mem.3.14.5, Pericles ap. Arist. Rh.1407a2, Plb.30.26.6; ψωμὸς ἄρτου LXXJd.19.5, al. ([[ψωμός]] alone, Ru.2.14).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1406.png Seite 1406]] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit morceau, bouchée de pain <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψωμός -οῦ, ὁ [ψάω] brok eten:. ψωμοὶ ἀνδρόμεοι brokken mensenvlees Od. 9.374.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωμός:''' ὁ [[кусок пищи]] Hom., Xen., Arst.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ψάω]]): [[morsel]], gobbet, pl., Od. 9.374†.
}}
{{eles
|esgtx=[[bocado]], [[trozo de comida]]
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μπουκιά]] ψωμιού<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) μικρή [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μπουκιά]] φαγητού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άρτος]], [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i> του <i>ψήω</i>. / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με έρρινο [[επίθημα]] -<i>μός</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[μπουκιά]] ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο ([[πρβλ]]. [[ψωμί]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψωμός:''' -οῦ, ὁ ([[ψάω]]), [[μπουκιά]], [[κομμάτι]] ψωμιού, [[τεμάχιο]] τροφής, <i>ψωμοὶ ἀνδρόμεοι</i>, κομμάτια από ανθρώπινη [[σάρκα]], το του Βιργ., [[sanies]] ac frusta, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, στον Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψωμός''': -οῦ, ὁ, (ψώω) [[τεμάχιον]], [[κομμάτιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βοῦκα» ἢ [[ἁπλῶς]] [[τεμάχιον]] τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ψωμός]], ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».
|lstext='''ψωμός''': -οῦ, ὁ, (ψώω) [[τεμάχιον]], [[κομμάτιον]] ἄρτου, [[βλωμός]], «βοῦκα» ἢ [[ἁπλῶς]] [[τεμάχιον]] τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ψωμός]], ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=οῦ () :<br />petit morceau, bouchée de pain <i>ou</i> de viande.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
|mdlsjtxt=[[ψωμός]], οῦ, , [ψάω]<br />a [[morsel]], bit, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι gobbets of man's [[flesh]], Virgil's [[sanies]] ac frusta, Od.; also in Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[morsel]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=μπουκιά ψωμιοῦ). Ἀπό τό [[ψώχω]] (=[[τρίβω]]) πού παράγεται ἀπό τό [[ψάω]] ψήω μέ μετάπτωση (ψα ψη ψω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψωμίζω]] (=[[τρέφω]]), [[ψωμίον]] (ὑποκορ.), [[ψώμισμα]] (=[[μπουκιά]]).
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[bocado]], [[trozo de comida]] καταλιπὼν ἀπὸ τοῦ ἄρτου, οὗ ἐσθίεις, ὀλίγον καὶ κλάσας ποίησον εἰς ἑπτὰ ψωμούς <b class="b3">deja un poco del pan que comes y partiéndolo haz siete trozos</b> P IV 1393 P IV 1438 λέγε τὸν λόγον εἰς τοὺς ψωμοὺς καὶ ῥῖπτε <b class="b3">recita la fórmula sobre los trozos y tíralos</b> P IV 1395 λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε <b class="b3">toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo di</b> P XXIIb 32 símbolo del espíritu del mago P IV 2304
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωμός Medium diacritics: ψωμός Low diacritics: ψωμός Capitals: ΨΩΜΟΣ
Transliteration A: psōmós Transliteration B: psōmos Transliteration C: psomos Beta Code: ywmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ψώω) morsel, bit, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Od.9.374, cf. Amips.19.2 (anap.), X.Mem.3.14.5, Pericles ap. Arist. Rh.1407a2, Plb.30.26.6; ψωμὸς ἄρτου LXXJd.19.5, al. (ψωμός alone, Ru.2.14).

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, Bissen, Brocken, Mundvoll, ein kleines Stück, bes. von Fleisch, Brot; ἀνδρόμεοι, Bissen Menschenfleisch, Od. 9, 374; einzeln in Prosa, wie Xen. Mem. 3, 14, 5. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit morceau, bouchée de pain ou de viande.
Étymologie: ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωμός -οῦ, ὁ [ψάω] brok eten:. ψωμοὶ ἀνδρόμεοι brokken mensenvlees Od. 9.374.

Russian (Dvoretsky)

ψωμός:кусок пищи Hom., Xen., Arst.

English (Autenrieth)

(ψάω): morsel, gobbet, pl., Od. 9.374†.

Spanish

bocado, trozo de comida

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. μπουκιά ψωμιού
2. (κατ επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) μπουκιά φαγητού
2. (γενικά) άρτος, ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη του ψήω. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα -μός. Η λ. με αρχική σημ. «μπουκιά ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (πρβλ. ψωμί)].

Greek Monotonic

ψωμός: -οῦ, ὁ (ψάω), μπουκιά, κομμάτι ψωμιού, τεμάχιο τροφής, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, κομμάτια από ανθρώπινη σάρκα, το του Βιργ., sanies ac frusta, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, στον Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμός: -οῦ, ὁ, (ψώω) τεμάχιον, κομμάτιον ἄρτου, βλωμός, «βοῦκα» ἢ ἁπλῶς τεμάχιον τροφῆς, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι, τεμάχια σαρκὸς ἀνθρωπίνης, Ὀδ. Ι. 374, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου sanies ac frusta· ἄλλον δέ ποτε τῶν συνδείπνων ἰδὼν ἐπὶ τῷ ἑνὶ ψωμῷ πλειόνων ὄψων γευόμενον.. ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5· ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις, ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δὲ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3. - Κατὰ Σουΐδ. «ψωμός, ὁ ἄρτος». - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψωμοί· μέρη».

Middle Liddell

ψωμός, οῦ, ὁ, [ψάω]
a morsel, bit, ψωμοὶ ἀνδρόμεοι gobbets of man's flesh, Virgil's sanies ac frusta, Od.; also in Xen.

English (Woodhouse)

morsel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ὁ (=μπουκιά ψωμιοῦ). Ἀπό τό ψώχω (=τρίβω) πού παράγεται ἀπό τό ψάω ψήω μέ μετάπτωση (ψα ψη ψω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψωμίζω (=τρέφω), ψωμίον (ὑποκορ.), ψώμισμα (=μπουκιά).

Léxico de magia

bocado, trozo de comida καταλιπὼν ἀπὸ τοῦ ἄρτου, οὗ ἐσθίεις, ὀλίγον καὶ κλάσας ποίησον εἰς ἑπτὰ ψωμούς deja un poco del pan que comes y partiéndolo haz siete trozos P IV 1393 P IV 1438 λέγε τὸν λόγον εἰς τοὺς ψωμοὺς καὶ ῥῖπτε recita la fórmula sobre los trozos y tíralos P IV 1395 λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo di P XXIIb 32 símbolo del espíritu del mago P IV 2304