συρφετώδης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrfetodis
|Transliteration C=syrfetodis
|Beta Code=surfetw/dhs
|Beta Code=surfetw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">promiscuous, vulgar</b>, σ. ὄχλος <span class="bibl">Plb.4.75.5</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>83</span>, etc.; <b class="b3">βωμολοχία σ</b>. Plu.2.454e; πράγματα <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.202b</span>.</span>
|Definition=συρφετῶδες, [[promiscuous]], [[vulgar]], σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.''Salt.''83, etc.; <b class="b3">βωμολοχία σ.</b> Plu.2.454e; πράγματα Jul.''Or.''6.202b.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[composé d'un ramassis de populace]].<br />'''Étymologie:''' [[συρφετός]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>von der Art des [[συρφετός]], [[daraus]] [[bestehend]], ohne [[Ordnung]] [[zusammengeworfen]]</i>.<br>übertragen, <i>nach Art des gemeinen, zusammengelaufenen Gesindels, [[pöbelhaft]]</i>, [[ὄχλος]], Pol. 4.75.5; Luc. <i>salt</i>. 83.
}}
{{elru
|elrutext='''συρφετώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[состоящий из подонков]] ([[ὄχλος]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[площадной]] ([[λαλιά]] Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[συρφετώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[συρφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο [[σχετικός]] με συρφετό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χυδαίος]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αξία]], [[τιποτένιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συρφετωδῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με ανάμικτο τρόπο<br /><b>2.</b> βλακωδώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συρφετώδης:''' -ες ([[συρφετός]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, [[σύμμεικτος]], [[αχαλίνωτος]], [[χυδαίος]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
|lstext='''συρφετώδης''': -ες, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς συρφετόν, [[ὁμοῦ]] σεσωρευμένος, [[ἀνάμικτος]], [[χυδαῖος]], συρ. [[ὄχλος]] Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. [[βωμολοχία]] Πλούτ. 2. 454Ε.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ης, ες :<br />composé d’un ramassis de populace.<br />'''Étymologie:''' [[συρφετός]], -ωδης.
|mdlsjtxt=συρφετ-ώδης, ες [[συρφετός]], [[εἶδος]]<br />[[jumbled]] [[together]], [[promiscuous]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετώδης Medium diacritics: συρφετώδης Low diacritics: συρφετώδης Capitals: ΣΥΡΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrphetṓdēs Transliteration B: syrphetōdēs Transliteration C: syrfetodis Beta Code: surfetw/dhs

English (LSJ)

συρφετῶδες, promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
composé d'un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.

German (Pape)

ες, von der Art des συρφετός, daraus bestehend, ohne Ordnung zusammengeworfen.
übertragen, nach Art des gemeinen, zusammengelaufenen Gesindels, pöbelhaft, ὄχλος, Pol. 4.75.5; Luc. salt. 83.

Russian (Dvoretsky)

συρφετώδης:
1 состоящий из подонков (ὄχλος Polyb.);
2 площадной (λαλιά Plut.).

Greek Monolingual

-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ συρφετός
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.

Greek Monotonic

συρφετώδης: -ες (συρφετός, εἶδος), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, σύμμεικτος, αχαλίνωτος, χυδαίος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.

Middle Liddell

συρφετ-ώδης, ες συρφετός, εἶδος
jumbled together, promiscuous, Luc.