μισθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthotikos
|Transliteration C=misthotikos
|Beta Code=misqwtiko/s
|Beta Code=misqwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for letting out</b>: <b class="b3">ἡ μισθωτική</b>, = [[μισθαρνητική]], <b class="b2">mercenary trade</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>346b</span>; <b class="b2">connected with letting</b>, τράπεζα <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.932.2</span> (iii A.D.). Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.1695.36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μισθωτικόν, τό</b>, <b class="b2">contribution</b> in money or kind <b class="b2">made by a tenant</b>, PFlor.85.16 (i A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.88.26</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=μισθωτική, μισθωτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[letting out]]: <b class="b3">ἡ μισθωτική</b>, = [[μισθαρνητική]], [[mercenary trade]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 346b; [[connected with letting]], τράπεζα ''PLond.''3.932.2 (iii A.D.). Adv. [[μισθωτικῶς]] Eust.1695.36.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[μισθωτικόν]], τό, [[contribution]] in money or kind [[made by a tenant]], PFlor.85.16 (i A.D.), ''PAmh.''2.88.26 (ii A.D.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ [[τέχνη]], Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθωτικός:''' [[наемнический]], [[наемный]] Plat.
}}
{{ls
|lstext='''μισθωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, [[ἐπάγγελμα]] μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μισθωτικός]], -ή, -όν) [[μισθωτής]] / [[μισθωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη [[μίσθωση]] («μισθωτικοί όροι»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μισθωτική</i><br />το [[επάγγελμα]] που αποφέρει [[μισθό]], το [[επάγγελμα]] του μισθωτού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθωτικόν</i><br />[[εισφορά]] σε [[χρήμα]] ή σε [[είδος]], η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθωτικώς</i> (Μ)<br />με μισθωτικό τρόπο, με [[μίσθωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μισθωτικός]], ή, όν [from [[μισθόω]]<br />of or for letting out:— ἡ [[μισθωτική]], = μισθαρνική, a [[mercenary]] [[trade]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθωτικός Medium diacritics: μισθωτικός Low diacritics: μισθωτικός Capitals: ΜΙΣΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: misthōtikós Transliteration B: misthōtikos Transliteration C: misthotikos Beta Code: misqwtiko/s

English (LSJ)

μισθωτική, μισθωτικόν,
A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R. 346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. μισθωτικῶς Eust.1695.36.
II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.

Russian (Dvoretsky)

μισθωτικός: наемнический, наемный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.

Greek Monotonic

μισθωτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μισθωτικός, ή, όν [from μισθόω
of or for letting out:— ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, a mercenary trade, Plat.