παραλογισμός: Difference between revisions
(9) |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paralogismos | |Transliteration C=paralogismos | ||
|Beta Code=paralogismo/s | |Beta Code=paralogismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[false reasoning]], [[fallacy]], τοὺς π. κατά τινων ποιήσονται Lycurg.31, cf. Gal.11.465, etc.; [[false inference]], τοῦ θεάτρου Arist.''Po.''1455a13; <b class="b3">οἱ ἔξω τῆς λέξεως παραλογισμοί</b> [[material]] [[fallacies]], opp. <b class="b3">οἱ παρὰ τὴν λέξιν ἔλεγχοι</b>, Id.''SE''166b21.<br><span class="bld">2</span> [[weakness of reasoning power]], Aristeas 250.<br><span class="bld">II</span> [[deception]], [[fraud]], Plb. 1.81.8, ''PLond.''1.24.26(ii B. C.), etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ὁ, falsche [[Rechnung]], Betrug durch falsche Rechnung, falscher [[Schluß]], Arist. pol. 2, 3 u. öfter; die VLL. erkl. [[ἀπάτη]] λογισμοῦ. Übh. [[Betrug]], Pol. 1, 81, 8 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[tromperie]].<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραλογισμός -οῦ, ὁ [παραλογίζομαι] [[drogreden]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραλογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[ложное умозаключение]], [[паралогизм]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[обман]] Polyb. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό, ΝΜΑ [[παραλογίζομαι]]<br />[[εσφαλμένος]] [[τρόπος]] του συλλογίζεσθαι, [[εσφαλμένος]] [[συλλογισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(φιλοσ.)</b> αθέλητη [[παραβίαση]] τών νόμων και τών κανόνων της λογικής που στερεί τον συλλογισμό από [[κάθε]] αποδεικτική [[δύναμη]] και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εσφαλμένο [[συμπέρασμα]]<br /><b>2.</b> [[απάτη]] με δόλο, [[εξαπάτηση]] («ἐπιβουλὴν καὶ παραλογισμὸν ἡγούμενοι», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραλογισμός:''' ὁ, [[λανθασμένος]] [[συλλογισμός]], [[παραπλάνηση]], σε Πολύβ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραλογισμός''': ὁ, ἐσφαλμένος [[τρόπος]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Λυκοῦργ. 152. 4, κτλ.· ὁ Ἀριστοτέλης διαιρεῖ τοὺς παραλογισμοὺς εἰς τοὺς [[παρά]] τὴν λέξιν (γλωσσικούς), καὶ εἰς τοὺς ἔξω τῆς λέξεως (οὐσιώδεις, πραγματικούς), π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4. 9 κἑξ., ἴδε τὸ περὶ Ἀριστ. [[σύγγραμμα]] τοῦ Grote 2 σ. 81 κἑξ. ΙΙ. [[ἀπάτη]], [[ἐξαπάτησις]], Πολύβ. 1. 81, 8, κτλ. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 17. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παραλογισμός]], οῦ, ὁ, [from [[παραλογίζομαι]]<br />false [[reasoning]], [[deception]], Polyb. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:33, 30 October 2024
English (LSJ)
ὁ,
A false reasoning, fallacy, τοὺς π. κατά τινων ποιήσονται Lycurg.31, cf. Gal.11.465, etc.; false inference, τοῦ θεάτρου Arist.Po.1455a13; οἱ ἔξω τῆς λέξεως παραλογισμοί material fallacies, opp. οἱ παρὰ τὴν λέξιν ἔλεγχοι, Id.SE166b21.
2 weakness of reasoning power, Aristeas 250.
II deception, fraud, Plb. 1.81.8, PLond.1.24.26(ii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, falsche Rechnung, Betrug durch falsche Rechnung, falscher Schluß, Arist. pol. 2, 3 u. öfter; die VLL. erkl. ἀπάτη λογισμοῦ. Übh. Betrug, Pol. 1, 81, 8 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tromperie.
Étymologie: παραλογίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλογισμός -οῦ, ὁ [παραλογίζομαι] drogreden.
Russian (Dvoretsky)
παραλογισμός: ὁ
1 ложное умозаключение, паралогизм Arst.;
2 обман Polyb.
Greek Monolingual
ό, ΝΜΑ παραλογίζομαι
εσφαλμένος τρόπος του συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός
νεοελλ.-μσν.
(φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων της λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα
αρχ.
1. εσφαλμένο συμπέρασμα
2. απάτη με δόλο, εξαπάτηση («ἐπιβουλὴν καὶ παραλογισμὸν ἡγούμενοι», Πολ.).
Greek Monotonic
παραλογισμός: ὁ, λανθασμένος συλλογισμός, παραπλάνηση, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
παραλογισμός: ὁ, ἐσφαλμένος τρόπος τοῦ συλλογίζεσθαι, Λυκοῦργ. 152. 4, κτλ.· ὁ Ἀριστοτέλης διαιρεῖ τοὺς παραλογισμοὺς εἰς τοὺς παρά τὴν λέξιν (γλωσσικούς), καὶ εἰς τοὺς ἔξω τῆς λέξεως (οὐσιώδεις, πραγματικούς), π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4. 9 κἑξ., ἴδε τὸ περὶ Ἀριστ. σύγγραμμα τοῦ Grote 2 σ. 81 κἑξ. ΙΙ. ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Πολύβ. 1. 81, 8, κτλ. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 17.
Middle Liddell
παραλογισμός, οῦ, ὁ, [from παραλογίζομαι
false reasoning, deception, Polyb.