αἰψηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aipsiros
|Transliteration C=aipsiros
|Beta Code=ai)yhro/s
|Beta Code=ai)yhro/s
|Definition=ά, όν, (αἶψα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quick, speedy, sudden</b>, <b class="b3">αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο</b> satiety in grief <b class="b2">comes soon</b>, <span class="bibl">Od.4.103</span>; <b class="b3">λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν</b> he dismissed the assembly <b class="b2">in haste</b>, <span class="bibl">Il.19.276</span>, <span class="bibl">Od.2.257</span>; Ζεφύρου αἰ. πνοαί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Parth.</span>2.17</span>; πούς Lyc.515. Adv. -ῶς Aristarch. ap.Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[αἶψα]].—Notin Trag.</span>
|Definition=ά, όν, ([[αἶψα]]) [[quick]], [[speedy]], [[sudden]], <b class="b3">αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο</b> [[satiety]] in [[grief]] [[come]]s [[soon]], Od.4.103; <b class="b3">λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν</b> he [[dismiss]]ed the [[assembly]] [[in haste]], Il.19.276, Od.2.257; Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.''Parth.''2.17; πούς Lyc.515. Adv. [[αἰψηρῶς]] Aristarch. ap.Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[αἶψα]].—Notin Trag.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[rápido]], [[veloz]] como pred. λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν rápidamente disolvió la asamblea</i>, <i>Il</i>.19.276, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο pronto llega el cansancio del llanto lamentoso</i>, <i>Od</i>.4.103, πνοαί Pi.<i>Fr</i>.94b.17, ἄνεμοι Philet.<i>Fr.Poet</i>.14, ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι Q.S.8.184, πούς Lyc.515.<br /><b class="num">2</b> adv. [[αἰψηρῶς]] = [[rápidamente]] Aristarch. en Apollon.<i>Lex</i>.173.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />prompt, rapide ; λύσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l'assemblée qui se dispersa aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[αἶψα]].
}}
{{pape
|ptext=([[αἶψα]], vgl. [[λαιψηρός]]), <i>[[schnell]]</i>; Hom. [[dreimal]], <i>Od</i>. 4.103 αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο, <i>Il</i>. 10.276, <i>Od</i>. 2.257 λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Prädicatsnomen = advb. [[ταχέως]]; vgl. [[Apollon]]. <i>Lex.Hom</i>. 17.19, <i>Scholl. Il</i>. 19.276, <i>Od</i>. 2.257; – ἀνέμων ῥιπαί Qu.Sm. 8.184.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰψηρός:''' [[немедленный]], [[быстрый]], [[поспешный]]: αἰ. [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο Hom. скоро притупляется леденящая скорбь; λῦσεν ἀγορὴν αἰψηρήν Hom. он тотчас же распустил собрание.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰψηρός''': -ά, -όν, ([[αἶψα]]) = [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπευσμένος, [[αἰφνίδιος]], αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο, ὁ [[κόρος]] ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται [[ταχέως]], Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν [[ταχέως]] διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. [[ὅμως]] ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. [[λαιψηρός]].
|lstext='''αἰψηρός''': -ά, -όν, ([[αἶψα]]) = [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπευσμένος, [[αἰφνίδιος]], αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο, ὁ [[κόρος]] ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται [[ταχέως]], Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν [[ταχέως]] διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. [[ὅμως]] ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. [[λαιψηρός]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />prompt, rapide ; λύσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l’assemblée qui se dispersa aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[αἶψα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 29:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[αἰψηρός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sudden]] ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.
|sltr=[[αἰψηρός]] <br /><b>1</b> [[sudden]] ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[αἰψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]], [[ταχύς]], [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται [[μέσα]] σε λίγο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶψα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηροκέλευθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰψηρός:''' -ά, -όν ([[αἶψα]]), γρήγορος, [[ταχύς]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[αιφνίδιος]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἶψα]]<br />[[quick]], [[speedy]], in [[haste]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηρός Medium diacritics: αἰψηρός Low diacritics: αιψηρός Capitals: ΑΙΨΗΡΟΣ
Transliteration A: aipsērós Transliteration B: aipsēros Transliteration C: aipsiros Beta Code: ai)yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (αἶψα) quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257; Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17; πούς Lyc.515. Adv. αἰψηρῶς Aristarch. ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 rápido, veloz como pred. λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν rápidamente disolvió la asamblea, Il.19.276, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο pronto llega el cansancio del llanto lamentoso, Od.4.103, πνοαί Pi.Fr.94b.17, ἄνεμοι Philet.Fr.Poet.14, ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι Q.S.8.184, πούς Lyc.515.
2 adv. αἰψηρῶς = rápidamente Aristarch. en Apollon.Lex.173.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide ; λύσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l'assemblée qui se dispersa aussitôt.
Étymologie: αἶψα.

German (Pape)

(αἶψα, vgl. λαιψηρός), schnell; Hom. dreimal, Od. 4.103 αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, Il. 10.276, Od. 2.257 λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Prädicatsnomen = advb. ταχέως; vgl. Apollon. Lex.Hom. 17.19, Scholl. Il. 19.276, Od. 2.257; – ἀνέμων ῥιπαί Qu.Sm. 8.184.

Russian (Dvoretsky)

αἰψηρός: немедленный, быстрый, поспешный: αἰ. κόρος κρυεροῖο γόοιο Hom. скоро притупляется леденящая скорбь; λῦσεν ἀγορὴν αἰψηρήν Hom. он тотчас же распустил собрание.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηρός: -ά, -όν, (αἶψα) = ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπευσμένος, αἰφνίδιος, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, ὁ κόρος ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται ταχέως, Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν ταχέως διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. ὅμως ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. λαιψηρός.

English (Autenrieth)

(αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.

English (Slater)

αἰψηρός
1 sudden ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.

Greek Monolingual

αἰψηρός, -ά, -όν (Α)
1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός
2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηρός: -ά, -όν (αἶψα), γρήγορος, ταχύς, βιαστικός, εσπευσμένος, αιφνίδιος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

αἶψα
quick, speedy, in haste, Hom.