ἀνεμοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(CSV2)
 
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ανεμοτρεφής
|Full diacritics=ἀνεμοτρεφής
|Medium diacritics=ανεμοτρεφής
|Medium diacritics=ἀνεμοτρεφής
|Low diacritics=ανεμοτρεφής
|Low diacritics=ανεμοτρεφής
|Capitals=ΑΝΕΜΟΤΡΕΦΗΣ
|Capitals=ΑΝΕΜΟΤΡΕΦΗΣ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anemotrefis
|Transliteration C=anemotrefis
|Beta Code=a)nemotrefh/s
|Beta Code=a)nemotrefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fed by the wind</b>, κύμα α. <span class="bibl">Il.15.625</span>; <b class="b3">έγχος α</b>. a spear from a tree <b class="b2">reared by the wind</b>, i.e. <b class="b2">made tough and strong by battling with the wind</b>, <span class="bibl">11.256</span> (v.l. [[ανεμοτρεπές]] or <b class="b3">-στρεφές</b> <b class="b2">turned</b>, i.e. <b class="b2">shaken by the wind</b>,) cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.3</span>.</span>
|Definition=ἀνεμοτρεφές, [[fed by the wind]], κῦμα ἀνεμοτρεφές Il.15.625; [[ἔγχος]] ἀνεμοτρεφές = a [[spear]] from a [[tree]] [[reared by the wind]], i.e. [[made tough and strong by battling with the wind]], 11.256 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀνεμοτρεπής|ἀνεμοτρεπές]] or [[ἀνεμοστρεφής|ἀνεμοστρεφές]] = [[turned by the wind]], i.e. [[shaken by the wind]],) cf. Philostr.''Im.''2.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hinchado]], [[alimentado por el viento]] κῦμα <i>Il</i>.15.625, πῦρ Nonn.<i>D</i>.37.79.<br /><b class="num">2</b> [[hecho de madera crecida con los vientos]] e.d. [[duro y resistente]] [[ἔγχος]] <i>Il</i>.11.256, πυλάων Simon.107, φυτόν Philostr.<i>Im</i>.2.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ές, vom Winde genährt, gestärkt, [[κῦμα]], Il. 15, 625, die von Stürmen geschwellte Woge; [[ἔγχος]], 11, 256, eine Lanze von einem Baume, der den Winden ausgesetzt gewesen u. dessen Holz dadurch gehärtet ist; so erkl. Aristarch, s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle; vgl. Apoll. lex. Hom. Nach Scholl. Iliad. 15, 625 sagte Simonid. (frgm. 230 Bergk. Lyr. Gr. ed. 2), dem Hom. nachahmend, ἀνεμοτρεφέων πυλάων, vgl. Eustath.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[soulevé]] <i>ou</i> grossi par le vent;<br /><b>2</b> [[aguerri par le vent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμοτρεφής:'''<br /><b class="num">1</b> [[вздымаемый ветром]] ([[κῦμα]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> взращенный ветром, т. е. срубленный из выросшего на ветру, т. е. крепкого дерева, крепкий ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεμοτρεφής''': -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, [[κῦμα]]... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς [[ἔγχος]], «[[ἤτοι]] κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν [[δένδρον]]... [[Σιμωνίδης]] δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ [[τύπος]] -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12.
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[τρέφω]]): [[wind]]-fed; [[κῦμα]], ‘[[swollen]],’ Il. 15.625 ; [[ἔγχος]], made of a [[tree]] ‘toughened by the [[wind]],’ Il. 11.256.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμοτρεφής]], -ές (AM)<br />(για δέντρα ή όπλα φτιαγμένα από ορισμένο [[ξύλο]]) αυτός που τρέφεται και δυναμώνει με την [[επίδραση]] του ανέμου («[[ἔγχος]] ἀνεμοτρεφές»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που τρέφεται, που φουσκώνει με τον άνεμο («ἀνεμοτρεφὲς κῡμα»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμοτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος από τον άνεμο, λέγεται για το [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἔγχος]] ἀνεμ., [[βλαστάρι]] από δέντρο αναθρεμμένο από τον άνεμο, δηλ. που έχει καταστεί δυνατό από τη [[μάχη]] με τον άνεμο, στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />fed by the [[wind]], of a [[wave]], Il.; [[ἔγχος]] ἀνεμ. a [[spear]] from a [[tree]] reared by the [[wind]], i. e. made [[tough]] by battling with the [[wind]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 21:26, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοτρεφής Medium diacritics: ἀνεμοτρεφής Low diacritics: ανεμοτρεφής Capitals: ΑΝΕΜΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: anemotrephḗs Transliteration B: anemotrephēs Transliteration C: anemotrefis Beta Code: a)nemotrefh/s

English (LSJ)

ἀνεμοτρεφές, fed by the wind, κῦμα ἀνεμοτρεφές Il.15.625; ἔγχος ἀνεμοτρεφές = a spear from a tree reared by the wind, i.e. made tough and strong by battling with the wind, 11.256 (v.l. ἀνεμοτρεπές or ἀνεμοστρεφές = turned by the wind, i.e. shaken by the wind,) cf. Philostr.Im.2.3.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hinchado, alimentado por el viento κῦμα Il.15.625, πῦρ Nonn.D.37.79.
2 hecho de madera crecida con los vientos e.d. duro y resistente ἔγχος Il.11.256, πυλάων Simon.107, φυτόν Philostr.Im.2.3.

German (Pape)

[Seite 223] ές, vom Winde genährt, gestärkt, κῦμα, Il. 15, 625, die von Stürmen geschwellte Woge; ἔγχος, 11, 256, eine Lanze von einem Baume, der den Winden ausgesetzt gewesen u. dessen Holz dadurch gehärtet ist; so erkl. Aristarch, s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle; vgl. Apoll. lex. Hom. Nach Scholl. Iliad. 15, 625 sagte Simonid. (frgm. 230 Bergk. Lyr. Gr. ed. 2), dem Hom. nachahmend, ἀνεμοτρεφέων πυλάων, vgl. Eustath.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 soulevé ou grossi par le vent;
2 aguerri par le vent.
Étymologie: ἄνεμος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοτρεφής:
1 вздымаемый ветром (κῦμα Hom.);
2 взращенный ветром, т. е. срубленный из выросшего на ветру, т. е. крепкого дерева, крепкий (ἔγχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοτρεφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, κῦμα... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος, «ἤτοι κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν δένδρον... Σιμωνίδης δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ τύπος -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12.

English (Autenrieth)

ές (τρέφω): wind-fed; κῦμα, ‘swollen,’ Il. 15.625 ; ἔγχος, made of a tree ‘toughened by the wind,’ Il. 11.256.

Greek Monolingual

ἀνεμοτρεφής, -ές (AM)
(για δέντρα ή όπλα φτιαγμένα από ορισμένο ξύλο) αυτός που τρέφεται και δυναμώνει με την επίδραση του ανέμου («ἔγχος ἀνεμοτρεφές»)
αρχ.
εκείνος που τρέφεται, που φουσκώνει με τον άνεμο («ἀνεμοτρεφὲς κῡμα»).

Greek Monotonic

ἀνεμοτρεφής: -ές (τρέφω), αναθρεμμένος από τον άνεμο, λέγεται για το κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔγχος ἀνεμ., βλαστάρι από δέντρο αναθρεμμένο από τον άνεμο, δηλ. που έχει καταστεί δυνατό από τη μάχη με τον άνεμο, στο ίδ.

Middle Liddell

τρέφω
fed by the wind, of a wave, Il.; ἔγχος ἀνεμ. a spear from a tree reared by the wind, i. e. made tough by battling with the wind, Il.