ῥόδεος: Difference between revisions
(11) |
m (Text replacement - "Eur" to "Eur") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rodeos | |Transliteration C=rodeos | ||
|Beta Code=r(o/deos | |Beta Code=r(o/deos | ||
|Definition=α, ον, <span class=" | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of roses]], [[ἄνθεα]], [[πέταλα]], Ibyc.5, E.''Med.''841 (lyr.), ''Hel.''244 (lyr.); λίπος Nic.''Al.'' 155.<br><span class="bld">II</span> [[like a rose]], [[rosy]], σταφυλή ''AP''6.102 (Phil.); μαζοί [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 9.296. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] rosig; [[ἄνθη]], Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; [[ῥοδέα]] [[κάλυξ]], Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, [[λίπος]] Nic. Al. 155, u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[de rose]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥόδον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόδεος:'''<br /><b class="num">1</b> [[розовый]] ([[ἄνθη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[розового цвета]] ([[σταφυλή]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥόδεος''': -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· [[ἄνθη]] ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 [[λίπος]] Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[ῥόδον]], [[σταφυλή]] Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που [[είναι]] γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο [[οποίος]] συνίσταται στην [[τοποθέτηση]] τών αβγών τους, με τη [[βοήθεια]] ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή [[κοιλότητα]] δίθυρων [[μαλακίων]], λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από [[εκεί]] [[μετά]] από έναν [[μήνα]].<br /><b>(II)</b><br />([[ῥόδεος]]) -έα, -ον και [[ῥόδειος]], -ον, Α [[ῥόδον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[ρόδο]] ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.<br />β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», <b>Ευρ.</b><br />γ. ῥόδεον [[λίπος]]», Νίκανδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[ρόδο]], [[ροδοειδής]] (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «ρόδεοι μαζοί», <b>Νόνν.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥόδεος:''' -α, -ον ([[ῥόδον]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ρόδινος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με [[ρόδο]], [[ροδαλός]], [[τριανταφυλλένιος]], ροζ, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥόδον]]<br /><b class="num">I.</b> [[of roses]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> like a [[rose]], [[rosy]], Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 17 March 2024
English (LSJ)
α, ον,
A of roses, ἄνθεα, πέταλα, Ibyc.5, E.Med.841 (lyr.), Hel.244 (lyr.); λίπος Nic.Al. 155.
II like a rose, rosy, σταφυλή AP6.102 (Phil.); μαζοί Nonn. D. 9.296.
German (Pape)
[Seite 846] rosig; ἄνθη, Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; ῥοδέα κάλυξ, Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, λίπος Nic. Al. 155, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de rose.
Étymologie: ῥόδον.
Russian (Dvoretsky)
ῥόδεος:
1 розовый (ἄνθη Eur.);
2 розового цвета (σταφυλή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδεος: -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· ἄνθη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ῥόδον, σταφυλή Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.
(II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).
Greek Monotonic
ῥόδεος: -α, -ον (ῥόδον)·
I. ρόδινος, σε Ευρ.
II. όμοιος με ρόδο, ροδαλός, τριανταφυλλένιος, ροζ, σε Ανθ.