ῥόφω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rofo
|Transliteration C=rofo
|Beta Code=r(o/fw
|Beta Code=r(o/fw
|Definition=collat. form of <b class="b3">ῥοφέω</b>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>705.26</span>: hence <b class="b3">ῥόμμα, ῥοπτός</b>.
|Definition=collat. form of [[ῥοφέω]], ''EM''705.26: hence [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] statt [[ῥοφέω]], ungebr., nur angenommen, um [[ῥόμμα]] abzuleiten.
}}
{{ls
|lstext='''ῥόφω''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ῥοφέω]]. μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 705. 26, κτλ., Λοβεκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 181· [[ἐντεῦθεν]] [[ῥοπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και [[ῥοφάνω]] και [[ῥυφάνω]] και [[ῥυμφάνω]] και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> [[καταπίνω]] [[υγρό]] με [[βαθιά]] [[εισπνοή]], με θορυβώδη τρόπο, με [[λαιμαργία]] (α. «μη ρουφάς [[έτσι]] τον [[καφέ]]» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] [[πιάτο]], [[ποτήρι]] ή [[άλλο]] [[σκεύος]] από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις [[τίποτα]]» β. «ῥοφήσει [[τρύβλιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απορροφώ]] («το [[χώμα]] ήταν στεγνό και ρούφηξε [[αμέσως]] το [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> [[εισπνέω]] («μη ρουφάς τον καπνό»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαντλώ]], [[εξασθενώ]] κάποιον («τον ρούφηξε [[τελείως]]»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ρουφηγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδυνατισμένος, εξασθενημένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥοφῶ</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>srebh</i>- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. <i>arbi</i>, λιθουαν. <i>surbiu</i>, αρχ. σλαβ. <i>srŭbati</i> και το λατ. <i>sorbeo</i>. Ο ιων. τ. του ρήματος <i>ῥυφῶ</i> εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -<i>υ</i>-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[ρόμβος]]: [[ρύμβος]]). Ο ενεστ. τ. <i>ῥοφῶ</i> (-<i>άω</i>) [[είναι]] [[σπάνιος]] και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα [[ῥοφάνω]] / [[ῥυφάνω]] / [[ῥυμφάνω]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυγγάνω]]), ενώ ο τ. [[ῥόφω]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μτγν. [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. [[ῥόμμα]] και [[ῥοπτός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ρόμμα]]). Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται συν. ο τ. <i>ρουφώ</i> (με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάπων]]: [[σαπούνι]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόφω Medium diacritics: ῥόφω Low diacritics: ρόφω Capitals: ΡΟΦΩ
Transliteration A: rhóphō Transliteration B: rhophō Transliteration C: rofo Beta Code: r(o/fw

English (LSJ)

collat. form of ῥοφέω, EM705.26: hence ῥόμμα, ῥοπτός.

German (Pape)

[Seite 849] statt ῥοφέω, ungebr., nur angenommen, um ῥόμμα abzuleiten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόφω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥοφέω. μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. 705. 26, κτλ., Λοβεκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 181· ἐντεῦθεν ῥοπτός.

Greek Monolingual

ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α
1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.)
2. αδειάζω πιάτο, ποτήρι ή άλλο σκεύος από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις τίποτα» β. «ῥοφήσει τρύβλιον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. απορροφώ («το χώμα ήταν στεγνό και ρούφηξε αμέσως το νερό»)
2. εισπνέω («μη ρουφάς τον καπνό»)
3. μτφ. εξαντλώ, εξασθενώ κάποιον («τον ρούφηξε τελείως»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρουφηγμένος, -η, -ο
αδυνατισμένος, εξασθενημένος
αρχ.
(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥοφῶ ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας srebh- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. arbi, λιθουαν. surbiu, αρχ. σλαβ. srŭbati και το λατ. sorbeo. Ο ιων. τ. του ρήματος ῥυφῶ εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -υ-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. ρόμβος: ρύμβος). Ο ενεστ. τ. ῥοφῶ (-άω) είναι σπάνιος και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα ῥοφάνω / ῥυφάνω / ῥυμφάνω (πρβλ. ἐρυγγάνω), ενώ ο τ. ῥόφω πρέπει να είναι μτγν. επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. ῥόμμα και ῥοπτός (βλ. λ. ρόμμα). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται συν. ο τ. ρουφώ (με κώφωση του -ο- σε -ου-, πρβλ. σάπων: σαπούνι)].