σκαφίτης: Difference between revisions
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skafitis | |Transliteration C=skafitis | ||
|Beta Code=skafi/ths | |Beta Code=skafi/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[σκαφίς]] (B)) [[one who guides a skiff]], [[steersman]], Anon. ap. Demetr.''Eloc.''97, Str.17.1.49. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] ὁ, der den Nachen bewegt, lenkt, Ruderer, Steuermann; Demetr. Phaler. 97; Strab. XVII. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκᾰφίτης''': -ου, ὁ, (σκαφὶς Ι. 2) ὁ ὁδηγῶν σκαφίδα ἢ μονόξυλον, [[κωπηλάτης]], [[πηδαλιοῦχος]], Δημ. Φαληρ. 97, Στράβ. 817. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ναύτης]] που ασχολείται με τις μετακινήσεις της σκάφης, της μικρής βάρκας<br /><b>2.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] κεφαλοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο [[χταπόδι]], το [[καλαμάρι]] και τον ναυτίλο και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό [[απολίθωμα]] για τις θαλάσσιες αποθέσεις του κρητιδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναύτης]] που οδηγεί [[σκαφίδα]] ή μονόξυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[οπλίτης]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>scaphites</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:07, 24 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (σκαφίς (B)) one who guides a skiff, steersman, Anon. ap. Demetr.Eloc.97, Str.17.1.49.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der den Nachen bewegt, lenkt, Ruderer, Steuermann; Demetr. Phaler. 97; Strab. XVII.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφίτης: -ου, ὁ, (σκαφὶς Ι. 2) ὁ ὁδηγῶν σκαφίδα ἢ μονόξυλον, κωπηλάτης, πηδαλιοῦχος, Δημ. Φαληρ. 97, Στράβ. 817.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναύτης που ασχολείται με τις μετακινήσεις της σκάφης, της μικρής βάρκας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο χταπόδι, το καλαμάρι και τον ναυτίλο και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις του κρητιδικού
αρχ.
ναύτης που οδηγεί σκαφίδα ή μονόξυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scaphites].