σκαφίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (σκαφίς (B)) one who guides a skiff, steersman, Anon. ap. Demetr.Eloc.97, Str.17.1.49.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der den Nachen bewegt, lenkt, Ruderer, Steuermann; Demetr. Phaler. 97; Strab. XVII.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφίτης: -ου, ὁ, (σκαφὶς Ι. 2) ὁ ὁδηγῶν σκαφίδα ἢ μονόξυλον, κωπηλάτης, πηδαλιοῦχος, Δημ. Φαληρ. 97, Στράβ. 817.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναύτης που ασχολείται με τις μετακινήσεις της σκάφης, της μικρής βάρκας
2. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών, ζώων που σχετίζονται με το σύγχρονο χταπόδι, το καλαμάρι και τον ναυτίλο και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις του κρητιδικού
αρχ.
ναύτης που οδηγεί σκαφίδα ή μονόξυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλίτης). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scaphites].