συμμένω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(11)
 
(CSV import)
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmeno
|Transliteration C=symmeno
|Beta Code=summe/nw
|Beta Code=summe/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold together, keep together</b>, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1077a24</span>; of an army, <span class="bibl">Th.7.80</span>, <span class="bibl">Isoc.4.148</span>, <span class="bibl">D.8.46</span>; of two states, οὕτω . . μάλιστα συμμένοιμεν ἄν <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.1.2</span>; of persons, <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span>2.124.1</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of treaties or agreements, <b class="b2">hold, stand fast, continue</b>, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν <span class="bibl">Hdt.1.74</span>; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία <span class="bibl">Th.1.18</span>; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν <span class="bibl">Id.8.73</span>; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>232b</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1133a12</span>; <b class="b3">τῷ ἀντιποιεῖν . . σ. ἡ πόλις</b> ib.<span class="bibl">1132b34</span>: cf. μένω <span class="bibl">1.5</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[hold together]], [[keep together]], αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1077a24; of an army, Th.7.80, Isoc.4.148, D.8.46; of two states, οὕτω.. μάλιστα συμμένοιμεν ἄν X.''HG''7.1.2; of persons, ''PAmh.''2.124.1 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> of treaties or agreements, [[hold]], [[stand fast]], [[continue]], συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν [[Herodotus|Hdt.]]1.74; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Th.1.18; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν Id.8.73; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''232b, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1133a12; <b class="b3">τῷ ἀντιποιεῖν.. σ. ἡ πόλις</b> ib.1132b34: cf. [[μένω]] 1.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[μένω]]), mit, zugleich, zusammen [[bleiben]], [[verbleiben]], [[ausdauern]], [[Bestand haben]]; Her. 1, 74; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]], Thuc. 1, 18; ἡ [[φιλία]], Xen. Hell. 7, 1, 2; χαλεπὸν φιλίαν [[συμμένειν]], Plat. Phaedr. 232 b; Isocr. 4, 148; [[ὅπως]] τὸ συνεστηκὸς τοῦτο συμμενεῖ [[στράτευμα]], Dem. 8, 46; Sp., wie Pol. 1, 27, 9.
}}
{{bailly
|btext=rester uni, compact ; <i>abs.</i> [[rester ferme]], [[consistant]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μένω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-μένω, Att. [[ξυμμένω]] [[bijeenblijven]], [[in stand blijven]], [[standhouden]]:. συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι σ. krachtige overeenkomsten plegen niet lang in stand te blijven Hdt. 1.74.4; ἡ ἀρχὴ αὐτοῖς ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν hun heerschappij bleef tot dat moment in stand Thuc. 8.73.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμένω:'''<br /><b class="num">1</b> [[оставаться вместе]], [[держаться сплоченно]]: [[στράτευμα]] ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;<br /><b class="num">2</b> [[сохраняться]], [[длиться]], [[продолжаться]], Her., Plat., Arst.: [[ὀλίγον]] χρόνον ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[μένω]]<br />[[μένω]] [[κάπου]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ἐκ τοῦ οἴκου [[ἔνθα]] συνέμμενεν αὐτοῖς», Μαλάλ.<br />β. «τὸ μὲν Νικίου [[στράτευμα]]... ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε αὐτῷ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> διατηρούμαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συνθήκες ή συμφωνίες) [[διαρκώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, συναθλούμαι, [[μένω]] μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, [[τηρώ]], [[διατηρώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''συμμένω''': [[μένω]] [[ὁμοῦ]], διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο [[πόλεων]], οὕτω… [[μάλιστα]] συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ [[φιλία]]) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, [[διαμένω]], διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ [[πόλις]] [[αὐτόθι]] 8. 5, 5· πρβλ. [[μένω]] Ι. 5.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. μενῶ<br />to [[hold]] [[together]], [[keep]] [[together]], Thuc., etc.: of treaties or agreements, to [[hold]], [[continue]], Hdt., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[una manere]]'', to [[remain together]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.80.4/ 7.80.4],<br>''[[manere]]'', to [[remain]], [[stay]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.3/ 1.18.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.74.4/ 4.74.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.73.4/ 8.73.4], [<i>vulgo additur</i> <i>commonly added</i> μέχρινῦν]
}}
}}

Latest revision as of 14:31, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμένω Medium diacritics: συμμένω Low diacritics: συμμένω Capitals: ΣΥΜΜΕΝΩ
Transliteration A: symménō Transliteration B: symmenō Transliteration C: symmeno Beta Code: summe/nw

English (LSJ)

A hold together, keep together, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Arist.Metaph.1077a24; of an army, Th.7.80, Isoc.4.148, D.8.46; of two states, οὕτω.. μάλιστα συμμένοιμεν ἄν X.HG7.1.2; of persons, PAmh.2.124.1 (ii A.D.).
2 of treaties or agreements, hold, stand fast, continue, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Hdt.1.74; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Th.1.18; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν Id.8.73; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Pl.Phdr.232b, cf. Arist.EN1133a12; τῷ ἀντιποιεῖν.. σ. ἡ πόλις ib.1132b34: cf. μένω 1.5.

German (Pape)

[Seite 981] (s. μένω), mit, zugleich, zusammen bleiben, verbleiben, ausdauern, Bestand haben; Her. 1, 74; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; ἡ φιλία, Xen. Hell. 7, 1, 2; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν, Plat. Phaedr. 232 b; Isocr. 4, 148; ὅπως τὸ συνεστηκὸς τοῦτο συμμενεῖ στράτευμα, Dem. 8, 46; Sp., wie Pol. 1, 27, 9.

French (Bailly abrégé)

rester uni, compact ; abs. rester ferme, consistant.
Étymologie: σύν, μένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μένω, Att. ξυμμένω bijeenblijven, in stand blijven, standhouden:. συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι σ. krachtige overeenkomsten plegen niet lang in stand te blijven Hdt. 1.74.4; ἡ ἀρχὴ αὐτοῖς ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν hun heerschappij bleef tot dat moment in stand Thuc. 8.73.4.

Russian (Dvoretsky)

συμμένω:
1 оставаться вместе, держаться сплоченно: στράτευμα ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;
2 сохраняться, длиться, продолжаться, Her., Plat., Arst.: ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.

Greek Monolingual

ΜΑ μένω
μένω κάπου μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἐκ τοῦ οἴκου ἔνθα συνέμμενεν αὐτοῖς», Μαλάλ.
β. «τὸ μὲν Νικίου στράτευμα... ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε αὐτῷ», Θουκ.)
αρχ.
1. διατηρούμαι μαζί με κάτι άλλο («αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν», Αριστοτ.)
2. (για συνθήκες ή συμφωνίες) διαρκώ.

Greek Monotonic

συμμένω: μέλ. -μενῶ, συναθλούμαι, μένω μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, τηρώ, διατηρώ, σε Ηρόδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμένω: μένω ὁμοῦ, διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο πόλεων, οὕτω… μάλιστα συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ φιλία) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, διαμένω, διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ πόλις αὐτόθι 8. 5, 5· πρβλ. μένω Ι. 5.

Middle Liddell

fut. μενῶ
to hold together, keep together, Thuc., etc.: of treaties or agreements, to hold, continue, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

una manere, to remain together, 7.80.4,
manere, to remain, stay, 1.18.3, 4.74.4, 8.73.4, [vulgo additur commonly added μέχρινῦν]