ἀλθαίνω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλθαίνω]] (Α)<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ.. που απαντά και ως [[ἀλθήσκω]], <i>ἀλθίσκω</i>. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος [[ἀλθαίνω]] απαντούν [[συνήθως]] σε [[μέση]] [[φωνή]] και χρόνο αόριστο (<i>ἀλθόμην</i>) ή μέλλοντα (<i>ἀλθήσομαι</i>). Ο τ. <i>ἀλθέξομαι</i> του μέλλοντα [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετης σημασίας [[ρήμα]] <i>πυρέξομαι</i>. μέλλ. του [[πυρέσσω]] «έχω πυρετό, [[νοσώ]]». Ετυμολογικά το ρ. [[ἀλθαίνω]] προέρχεται από επαυξημένη με -<i>θ</i>- [[ρίζα]] -<i>αλ</i>-. η οποία απαντά [[επίσης]] στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> «[[άπληστος]], [[ακόρεστος]]», [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] <i>ἀλ</i>-<i>δ</i>-[[αίνω]] «[[ενισχύω]], [[τρέφω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλθα</i>, [[ἀλθαία]], <i>ἀλθεστήριον</i>, [[ἀλθήεις]], [[ἄλθος]]. | |mltxt=[[ἀλθαίνω]] (Α)<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ.. που απαντά και ως [[ἀλθήσκω]], <i>ἀλθίσκω</i>. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος [[ἀλθαίνω]] απαντούν [[συνήθως]] σε [[μέση]] [[φωνή]] και χρόνο αόριστο (<i>ἀλθόμην</i>) ή μέλλοντα (<i>ἀλθήσομαι</i>). Ο τ. <i>ἀλθέξομαι</i> του μέλλοντα [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετης σημασίας [[ρήμα]] <i>πυρέξομαι</i>. μέλλ. του [[πυρέσσω]] «έχω πυρετό, [[νοσώ]]». Ετυμολογικά το ρ. [[ἀλθαίνω]] προέρχεται από επαυξημένη με -<i>θ</i>- [[ρίζα]] -<i>αλ</i>-. η οποία απαντά [[επίσης]] στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> «[[άπληστος]], [[ακόρεστος]]», [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] <i>ἀλ</i>-<i>δ</i>-[[αίνω]] «[[ενισχύω]], [[τρέφω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλθα</i>, [[ἀλθαία]], <i>ἀλθεστήριον</i>, [[ἀλθήεις]], [[ἄλθος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ομαι<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">become whole and sound</b> (Hp.)<br />Other forms: <b class="b3">ἄλθετο</b> (Il.). Fut. <b class="b3">ἀλθήσομαι</b>, <b class="b3">-σω</b> (Il.). <b class="b3">ἀλθεῖν ὑγιάζειν</b> (Hp. ap. Gal. 19, 76). <b class="b3">ἄλθα θερμασία η θεραπεία</b> H.; <b class="b3">ἄλθος φάρμακον</b> EM; <b class="b3">ἀλθεύς ἰατρός</b> H.; <b class="b3">ἀλθαίνει αὔξει</b>, <b class="b3">θεραπεύει</b>, <b class="b3">ὑγιαίνει φάρμακον γὰρ ἄλθος</b> H.<br />Derivatives: The fut. <b class="b3">ἀλθέξομαι</b> (Aret.) perh. formed after its opposite <b class="b3">πυρέξομαι</b> of <b class="b3">πυρέσσω</b> (but Chantr. comments: "l'hypothése reste en l'air"; cf. <b class="b3">συναλθάσσομαι</b>; <b class="b3">ἄλθεξις</b>. On these forms Van Brock, Vocab. médical 198 - 207 ("capricieuses formations", all late). <b class="b3">ἀλθεστήρια</b> [[medicine]] (Nic.), cf. <b class="b3">χαριστήρια</b>, etc. (Chantr. Form. 63f.). - <b class="b3">ἀλθαία</b> plant name <b class="b2">marsh mallow</b>, Thphr.; cf. Strömberg Pflanzennamen 81 (partly incorrect). On <b class="b3">Ἄλθηπος</b>, also <b class="b3">Ἄλθηφος</b>, Bechtel Hermes 56, 228 and the mythical name <b class="b3">Ἀλθαία</b>, s. below.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [26] <b class="b2">*h₂el-</b> [[grow]]<br />Etymology: <b class="b3">Ἀλθαίνω</b> is connected with the root in [[ἄναλτος]] (q.v.) (Schwyzer 703 β). Cf. [[ἀλδαίνω]]. Chantr. notes that the word is originally used of the growth of damaged tissue; he translates <b class="b3">ἄλθετο χείρ</b> with "le bras se guérit". - However, the meaning [[heal]] is not evidently connected with <b class="b3">ἀλ-</b> [[grow]], [[feed]]; the glosses give systematically the meaning [[heal]] etc.; <b class="b3">θεραπεία</b> means also <b class="b2">medical or surgical treatment</b>; <b class="b3">θερμασία</b> is less clear (false reading?); <b class="b3">αὔξει</b> also deviates (is it for <b class="b3">ἀλδαίνω</b>?). - The name <b class="b3">Ἄλθηπ</b>\/<b class="b3">φος</b> is clearly Pre-Greek (cf. the river <b class="b3">Αἴσηπος</b>); so may be <b class="b3">Ἀλθαία</b> (the suffix <b class="b3">-αια</b>, <b class="b3">-εια</b> is also known in Pre-Greek); but we cannot be sure that the names belong to the verb. - An alternative etymology connects Skt. <b class="b2">r̥dhnóti</b> <b class="b2">obtain luckily</b>, Rix MSS 27 (1970) 88 and Mayrhofer EWAia 1, 118. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
A heal, Lyc.582, Timae.15: fut. ἀλθήσω Nic.Th.587: aor. ἤλθησα ib.496, Al.112: aor. 2 inf. ἀλθεῖν· ὑγιάζειν Hp. ap. Gal.19.76: —Pass., become whole and sound, pres., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται Hp. Morb.2.33: Ep. impf. or aor. ἄλθετο χείρ Il.5.417; ἀλθομένη Q.S.9.475 (nisi leg. ἀλδομένη): fut. ἀλθήσομαι (ἀπ-) Il.8.405: aor. ἀλθεσθῆναι (συν-) Hp.Art.14:—later aor. Med. ἠλθησάμην Poet.de herb. 44.
German (Pape)
[Seite 95] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλθαίνω: θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, αὐτόθι 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο χείρ, Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, ἔνθα ἴσως κάλλιον ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: μέσος δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ ἄχθομαι): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. ἄλθεξις. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh (θάλλω, ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).
French (Bailly abrégé)
f. ἀλθανῶ ou ἀλθήσω, ao. ἤλθησα;
guérir, acc.;
Moy. ἀλθαίνομαι guérir intr.
Étymologie: R. Ἀλθ, faire croître, cf. ἀλδήσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: impf. iter. ἀλθαίνεσκεν Lyc.1395; fut. contr. 3a plu. ἀλθανοῦσιν Lyc.582; v. med. aor. ind. ἄλθετο Il.5.417, v. tb. ἀλθέω
1 aliviar, curar τὰ τραύματα Timae.56b, βούπειναν Lyc.582, 1395, μίασμα Lyc.1122, cf. Nic.Al.556, en v. pas., fig. del campo arrasado que revive tras la tormenta ἣ δ' (ἄρουρα) ἀλθομένη ἀνέμοισι Q.S.9.475.
2 en v. med. sanar, curarse ἄλθετο χείρ Il.5.417, τὸ ἕλκος Hp.Morb.2.33, νοῦσος Heliod.SHell.472.16, cf. Hp.Morb.2.34.
• Etimología: Al igual que ἀλδαίνω de la r. que se encuentra en ἄναλτος q.u.
Greek Monolingual
ἀλθαίνω (Α)
θεραπεύω, γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι του μέλλοντα πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετης σημασίας ρήμα πυρέξομαι. μέλλ. του πυρέσσω «έχω πυρετό, νοσώ». Ετυμολογικά το ρ. ἀλθαίνω προέρχεται από επαυξημένη με -θ- ρίζα -αλ-. η οποία απαντά επίσης στο επίθ. ἄν-αλ-τος «άπληστος, ακόρεστος», καθώς και στο ρήμα ἀλ-δ-αίνω «ενισχύω, τρέφω».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλθα, ἀλθαία, ἀλθεστήριον, ἀλθήεις, ἄλθος.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: become whole and sound (Hp.)
Other forms: ἄλθετο (Il.). Fut. ἀλθήσομαι, -σω (Il.). ἀλθεῖν ὑγιάζειν (Hp. ap. Gal. 19, 76). ἄλθα θερμασία η θεραπεία H.; ἄλθος φάρμακον EM; ἀλθεύς ἰατρός H.; ἀλθαίνει αὔξει, θεραπεύει, ὑγιαίνει φάρμακον γὰρ ἄλθος H.
Derivatives: The fut. ἀλθέξομαι (Aret.) perh. formed after its opposite πυρέξομαι of πυρέσσω (but Chantr. comments: "l'hypothése reste en l'air"; cf. συναλθάσσομαι; ἄλθεξις. On these forms Van Brock, Vocab. médical 198 - 207 ("capricieuses formations", all late). ἀλθεστήρια medicine (Nic.), cf. χαριστήρια, etc. (Chantr. Form. 63f.). - ἀλθαία plant name marsh mallow, Thphr.; cf. Strömberg Pflanzennamen 81 (partly incorrect). On Ἄλθηπος, also Ἄλθηφος, Bechtel Hermes 56, 228 and the mythical name Ἀλθαία, s. below.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [26] *h₂el- grow
Etymology: Ἀλθαίνω is connected with the root in ἄναλτος (q.v.) (Schwyzer 703 β). Cf. ἀλδαίνω. Chantr. notes that the word is originally used of the growth of damaged tissue; he translates ἄλθετο χείρ with "le bras se guérit". - However, the meaning heal is not evidently connected with ἀλ- grow, feed; the glosses give systematically the meaning heal etc.; θεραπεία means also medical or surgical treatment; θερμασία is less clear (false reading?); αὔξει also deviates (is it for ἀλδαίνω?). - The name Ἄλθηπ\/φος is clearly Pre-Greek (cf. the river Αἴσηπος); so may be Ἀλθαία (the suffix -αια, -εια is also known in Pre-Greek); but we cannot be sure that the names belong to the verb. - An alternative etymology connects Skt. r̥dhnóti obtain luckily, Rix MSS 27 (1970) 88 and Mayrhofer EWAia 1, 118.