αρτήρ: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> οποιαδήποτε [[διάταξη]] με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αρτήρ]] ανάλογα με την [[ονομασία]] της έχει και διαφορετική [[προέλευση]]. Με τη [[σημασία]] «[[είδος]] παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» (> [[αρτώ]] > <i>αρτητήρ</i> > [[αρτήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. [[πρέπει]] να έχει προέλθει από <i>αFερ</i>-<i>τήρ</i> ( | |mltxt=[[ἀρτήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> οποιαδήποτε [[διάταξη]] με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αρτήρ]] ανάλογα με την [[ονομασία]] της έχει και διαφορετική [[προέλευση]]. Με τη [[σημασία]] «[[είδος]] παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» (> [[αρτώ]] > <i>αρτητήρ</i> > [[αρτήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. [[πρέπει]] να έχει προέλθει από <i>αFερ</i>-<i>τήρ</i> (πρβλ. [[αείρω]] (Ι) «[[σηκώνω]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρτήρ (-ῆρος), ο (Α)
1. είδος υποδημάτων
2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω» (> αρτώ > αρτητήρ > αρτήρ, με συλλαβική ανομοίωση), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. πρέπει να έχει προέλθει από αFερ-τήρ (πρβλ. αείρω (Ι) «σηκώνω»)].