Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δράκοντας: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δράκων]] και [[δράκος]], ο (θηλ. [[δράκαινα]] και [[δράκισσα]] και δρακόντισσα, η) (AM [[δράκων]]<br />Μ και [[δράκος]], θηλ. [[δράκαινα]])<br />Ι. [[δράκοντας]] και [[δράκων]] (AM [[δράκων]])<br /><b>1.</b> τεράστιο μυθικό φτερωτό [[ερπετό]]<br /><b>2.</b> οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό [[τέρας]]<br /><b>3.</b> επτακέφαλο [[τέρας]] με [[ουρά]] φιδιού, ο [[άρχων]] του κακού, ο [[σατανάς]]<br /><b>4.</b> [[διάβολος]], πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>5.</b> [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τύπος]] ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[δυνατός]] και [[άγριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων σαυροειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ψαριού<br /><b>2.</b> κηρύκειο, [[ραβδί]] του κήρυκα με ανάγλυφη [[παράσταση]] φιδιού<br /><b>3.</b> οφιοειδές [[περιδέραιο]] ή [[βραχιόλι]]<br /><b>4.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>5.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]]<br /><b>6.</b> [[νίτρο]]<br />II. [[δράκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανθρωπόμορφο [[τέρας]] με υπερφυσική [[δύναμη]] και [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> [[δράκοντας]], φτερωτό [[φίδι]]<br /><b>3.</b> [[άνθρωπος]] υπερβολικά [[μεγαλόσωμος]], [[γενναίος]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />αβάφτιστο [[βρέφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στη λ. [[δράκων]] απαντά η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>drk</i>- της ρίζας <i>derk</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]) και το θηλυκό [[δράκαινα]] επιβεβαιώνει την ύπαρξη -<i>ν</i>- στο [[θέμα]] του αρσενικού (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέων]]-[[λέαινα]]). Η λ. [[δράκος]] μεταπλασμένος τ. του [[δράκων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γέρος]]-[[γέρων]], [[χάρος]]-[[Χάρων]])].
|mltxt=και [[δράκων]] και [[δράκος]], ο (θηλ. [[δράκαινα]] και [[δράκισσα]] και δρακόντισσα, η) (AM [[δράκων]]<br />Μ και [[δράκος]], θηλ. [[δράκαινα]])<br />Ι. [[δράκοντας]] και [[δράκων]] (AM [[δράκων]])<br /><b>1.</b> τεράστιο μυθικό φτερωτό [[ερπετό]]<br /><b>2.</b> οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό [[τέρας]]<br /><b>3.</b> επτακέφαλο [[τέρας]] με [[ουρά]] φιδιού, ο [[άρχων]] του κακού, ο [[σατανάς]]<br /><b>4.</b> [[διάβολος]], πονηρό [[πνεύμα]]<br /><b>5.</b> [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τύπος]] ιστιοφόρου<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] [[δυνατός]] και [[άγριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] διαφόρων σαυροειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ψαριού<br /><b>2.</b> κηρύκειο, [[ραβδί]] του κήρυκα με ανάγλυφη [[παράσταση]] φιδιού<br /><b>3.</b> οφιοειδές [[περιδέραιο]] ή [[βραχιόλι]]<br /><b>4.</b> [[επίδεσμος]]<br /><b>5.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]]<br /><b>6.</b> [[νίτρο]]<br />II. [[δράκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανθρωπόμορφο [[τέρας]] με υπερφυσική [[δύναμη]] και [[ταχύτητα]]<br /><b>2.</b> [[δράκοντας]], φτερωτό [[φίδι]]<br /><b>3.</b> [[άνθρωπος]] υπερβολικά [[μεγαλόσωμος]], [[γενναίος]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />αβάφτιστο [[βρέφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στη λ. [[δράκων]] απαντά η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>drk</i>- της ρίζας <i>derk</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]) και το θηλυκό [[δράκαινα]] επιβεβαιώνει την ύπαρξη -<i>ν</i>- στο [[θέμα]] του αρσενικού ([[πρβλ]]. [[λέων]]-[[λέαινα]]). Η λ. [[δράκος]] μεταπλασμένος τ. του [[δράκων]] ([[πρβλ]]. [[γέρος]]-[[γέρων]], [[χάρος]]-[[Χάρων]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:03, 23 August 2021

Greek Monolingual

και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων
Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα)
Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων)
1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό
2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας
3. επτακέφαλο τέρας με ουρά φιδιού, ο άρχων του κακού, ο σατανάς
4. διάβολος, πονηρό πνεύμα
5. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
μσν.- νεοελλ.
1. τύπος ιστιοφόρου
2. άνθρωπος δυνατός και άγριος
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων σαυροειδών
αρχ.
1. ονομασία ψαριού
2. κηρύκειο, ραβδί του κήρυκα με ανάγλυφη παράσταση φιδιού
3. οφιοειδές περιδέραιο ή βραχιόλι
4. επίδεσμος
5. στρατιωτικό σώμα χιλίων ανδρών
6. νίτρο
II. δράκος
μσν.- νεοελλ.
1. ανθρωπόμορφο τέρας με υπερφυσική δύναμη και ταχύτητα
2. δράκοντας, φτερωτό φίδι
3. άνθρωπος υπερβολικά μεγαλόσωμος, γενναίος κ.λπ.
νεοελλ.
αβάφτιστο βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δράκων απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα drk- της ρίζας derk- (βλ. λ. δέρκομαι) και το θηλυκό δράκαινα επιβεβαιώνει την ύπαρξη -ν- στο θέμα του αρσενικού (πρβλ. λέων-λέαινα). Η λ. δράκος μεταπλασμένος τ. του δράκων (πρβλ. γέρος-γέρων, χάρος-Χάρων)].