ψήω: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ψάω Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] και [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]]<br /><b>2.</b> [[λειαίνω]] [[κάτι]] με [[τριβή]]<br /><b>3.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[σκόνη]], διαλύομαι, εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ψήω</i>, που απαντά στο γ' ενικό <i>ψῇ</i> και στο απρμφ. <i>ψῆν</i>, ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>bhs</i>-<i>ē</i>- ( | |mltxt=και ψάω Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] και [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]]<br /><b>2.</b> [[λειαίνω]] [[κάτι]] με [[τριβή]]<br /><b>3.</b> [[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[σκόνη]], διαλύομαι, εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ψήω</i>, που απαντά στο γ' ενικό <i>ψῇ</i> και στο απρμφ. <i>ψῆν</i>, ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>bhs</i>-<i>ē</i>- ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>psa</i>-<i>ti</i>), η οποία αποτελεί εκτεταμένη [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>ba</i>-<i>bhas</i>-<i>ti</i> «[[μασώ]]»). Αρχικός [[φωνηεντισμός]] του ρ., [[επομένως]], [[είναι]] το -<i>η</i>-, ενώ οι τ. με -<i>ᾱ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἀνα</i>-<i>ψᾶν</i>) [[είναι]] μτγν., [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>άω</i>. Από το θ. <i>ψη</i>- του ρ. έχει σχηματιστεί ο ενεστ. <i>ψή</i>-<i>χω</i>, ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>ψω</i>- ανάγονται οι τ. [[ψωμός]], <i>ψώ</i>-<i>ρα</i>, <i>ψω</i>-<i>λός</i> και το ρ. <i>ψώ</i>-<i>χω</i>. Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]], εξάλλου, με το ρ. <i>ψήω</i> ανάγονται πιθανότατα και τα ρ. [[ψαίω]], [[ψαύω]], <i>ψίω</i>, τα οποία εμφανίζουν όμως δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>-, που δεν μαρτυρείται σε [[άλλη]] ινδοευρωπαϊκή [[γλώσσα]] και οφείλεται [[προφανώς]] σε ελληνική [[καινοτομία]]. Με τη [[ρίζα]] του ρ., [[τέλος]], συνδέονται πιθ. και οι λ. [[ψαθυρός]], [[ψαίρω]], [[ψαθάλλω]], [[ψάμμος]], [[ψῆφος]], [[ψεδνός]], [[ψακάς]], [[ψάλλω]] και το επίθ. [[ψιλός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:42, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ψάω Α
1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω
2. λειαίνω κάτι με τριβή
3. στιλβώνω, γυαλίζω
4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ' ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα bhs-ē- (πρβλ. αρχ. ινδ. psa-ti), η οποία αποτελεί εκτεταμένη μορφή της ΙΕ ρίζας bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. ba-bhas-ti «μασώ»). Αρχικός φωνηεντισμός του ρ., επομένως, είναι το -η-, ενώ οι τ. με -ᾱ- (πρβλ. ἀνα-ψᾶν) είναι μτγν., κατά τα συνηρημένα σε -άω. Από το θ. ψη- του ρ. έχει σχηματιστεί ο ενεστ. ψή-χω, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος ψω- ανάγονται οι τ. ψωμός, ψώ-ρα, ψω-λός και το ρ. ψώ-χω. Στην ίδια οικογένεια, εξάλλου, με το ρ. ψήω ανάγονται πιθανότατα και τα ρ. ψαίω, ψαύω, ψίω, τα οποία εμφανίζουν όμως δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι-, -αι-, -αυ-, που δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και οφείλεται προφανώς σε ελληνική καινοτομία. Με τη ρίζα του ρ., τέλος, συνδέονται πιθ. και οι λ. ψαθυρός, ψαίρω, ψαθάλλω, ψάμμος, ψῆφος, ψεδνός, ψακάς, ψάλλω και το επίθ. ψιλός].