αγανός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀγανός]], -ή, -όν)<br />[[ήπιος]], [[ήσυχος]], [[πράος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] σφιγμένος, ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, [[απαλός]], [[μαλακός]], [[διαφανής]], αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[συχνά]] για τα βέλη της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος) αυτός που προξενεί εύκολο, [[δηλαδή]] ανώδυνο θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀγανός]], -ή, -όν)<br />[[ήπιος]], [[ήσυχος]], [[πράος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] σφιγμένος, ο [[χαλαρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, [[απαλός]], [[μαλακός]], [[διαφανής]], αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[συχνά]] για τα βέλη της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος) αυτός που προξενεί εύκολο, [[δηλαδή]] ανώδυνο θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστη<br />η [[σύνδεση]] με το [[ἄγαμαι]] δεν ικανοποιεί σημασιολογικά, ενώ η [[προέλευση]] από το [[γάνος]] (= [[λαμπρός]]) δεν δικαιολογεί το αρχικό <i>α</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αγανάδα]], [[αγανεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγανόφρων]] <b>νεοελλ.</b> [[αγανοϋφαίνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγανός, -ή, -όν)
ήπιος, ήσυχος, πράος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός
2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος
αρχ.
(στον Όμηρο συχνά για τα βέλη της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος) αυτός που προξενεί εύκολο, δηλαδή ανώδυνο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστη
η σύνδεση με το ἄγαμαι δεν ικανοποιεί σημασιολογικά, ενώ η προέλευση από το γάνος (= λαμπρός) δεν δικαιολογεί το αρχικό α-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγανάδα, αγανεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγανόφρων νεοελλ. αγανοϋφαίνω].