δυσπρόσοπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπρόσοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αντικρίσει<br /><b>2.</b> ο [[φοβερός]] στην όψη.
|mltxt=[[δυσπρόσοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αντικρίσει<br /><b>2.</b> ο [[φοβερός]] στην όψη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσοπτος:''' -ον ([[προσόψομαι]], μέλ. του <i>προσ-οράω</i>), [[δύσκολος]] στην όραση, [[τρομακτικός]] στην όψη, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοπτος Medium diacritics: δυσπρόσοπτος Low diacritics: δυσπρόσοπτος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoptos Transliteration B: dysprosoptos Transliteration C: dysprosoptos Beta Code: duspro/soptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δ. ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. -τως Agatharch.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 horrible à voir;
2 terrible à voir.
Étymologie: δυσ-, προσόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de contemplar, desagradable a la vista κάρα τὸ δ. del rostro desfigurado de Edipo, S.OC 286
que causa daño a la vista ἀστραπή Poll.1.117.
2 temible, que causa temor, fiero, siniestro ὀνείρατα S.El.460, ὄψις Plu.Aem.12, νύξ Eust.40.40, op. φαιδρός: τι δυσπρόσοπτον ἔχει (la Odisea) tiene también algo de terrible Eust.1154.9, c. ac. de rel. δυσπρόσοπτοι τὰ εἴδη feroces en sus semblantes de pueblos guerreros, Plu.Mar.15.
3 vergonzoso, indigno neutr. subst. τὸ τοῦ πράγματος δυσπρόσοπτον Eust.763.2.
II adv. -ως
1 con mal aspecto δ. ἔχοντες καὶ τὴν ὄψιν χλωροὶ ἐκ νόσου Eust.630.5.
2 vergonzosa, indignamente ἐζωσμέναι δ. Agatharch.26.

Greek Monolingual

δυσπρόσοπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να αντικρίσει
2. ο φοβερός στην όψη.

Greek Monotonic

δυσπρόσοπτος: -ον (προσόψομαι, μέλ. του προσ-οράω), δύσκολος στην όραση, τρομακτικός στην όψη, σε Σοφ.