ἄκανος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-]. | |mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: a thistle, <b class="b2">Atractylis gummifera</b>, <b class="b2">dorniger Fruchtkopf</b> (Thphr.);<br />Other forms: also <b class="b3">ἄκαν</b>, <b class="b3">-νος</b> LXX<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. for the formation <b class="b3">πλάτανος</b>, <b class="b3">ῥάφανος</b>, <b class="b3">πύανος</b> etc.; the word is generally derived from <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]], but the suffix <b class="b3">-ανος</b> rather points to a non-IE word (words like <b class="b3">ἄκων</b>, <b class="b3">ἀκόνη</b> rather confirm that the <b class="b3">-α-</b> is foreign). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (ἀκή A, ἀκίς)
A pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr. HP1.10.6, al. 2 thistle-head, ib.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 68] ὁ, nach VLL. = ἄκανθα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰνος: ὁ, (ἀκή, ἀκίς), εἶδος ἀκάνθης, ἡ ἀκανθώδης κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
[ᾰᾰ] ου (ὁ),
tête épineuse de certaines plantes, TH. H.P. 1.10.6, etc.
Étymologie: ἀκή.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
bot.
1 cabezuela espinosa del cardo ajonjero τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.3, σπερματικὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.9.
2 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Thphr.HP 1.10.6, 9.12.1, Sm.Ib.31.40, Olymp.Iob 31.40 (cf. ἄκαν).
• Etimología: v. 2 ἀκή, ἀκίς.
Greek Monolingual
ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλ-ανος, πλάτ-ανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a thistle, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Other forms: also ἄκαν, -νος LXX
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- sharp, but the suffix -ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the -α- is foreign).