καταιθύσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταιθύσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κυματίζω]], κινούμαι [[γρήγορα]] [[πέρα]]-[[δώθε]] («[[ἅπαν]] [[νῶτον]] καταίθυσσον πλόκαμοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαχέω]] («[[Κάστωρ]] καταιθύσσει ἑστίαν» — ο [[Κάστωρ]] στέλνει τη [[λάμψη]] του στην [[εστία]], <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἰθύσσω]] «[[ανακινώ]], [[ταράζω]]»].
|mltxt=[[καταιθύσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κυματίζω]], κινούμαι [[γρήγορα]] [[πέρα]]-[[δώθε]] («[[ἅπαν]] [[νῶτον]] καταίθυσσον πλόκαμοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαχέω]] («[[Κάστωρ]] καταιθύσσει ἑστίαν» — ο [[Κάστωρ]] στέλνει τη [[λάμψη]] του στην [[εστία]], <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἰθύσσω]] «[[ανακινώ]], [[ταράζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταιθύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κυματίζω]] ή [[επιπλέω]] προς τα [[κάτω]], πλόκαμοι [[νῶτον]] καταίθυσσον, σε Πίνδ.· [[Κάστωρ]] καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την [[λάμψη]] του στο [[παραγώνι]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθύσσω Medium diacritics: καταιθύσσω Low diacritics: καταιθύσσω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: kataithýssō Transliteration B: kataithyssō Transliteration C: kataithysso Beta Code: kataiqu/ssw

English (LSJ)

   A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.

German (Pape)

[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.

English (Slater)

καταιθύσσω
   a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
   b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)

Greek Monolingual

καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθεἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέωΚάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].

Greek Monotonic

καταιθύσσω: μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.