κνῆσμα: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνῆσμα]], τὸ (AM) [[κνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ερεθισμός]] του δέρματος, [[φαγούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κνήσματα</i><br />ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με [[τρίψιμο]], αποξέσματα, τρίμματα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψήκτρης [[κνῆσμα]]» — [[χτένα]].
|mltxt=[[κνῆσμα]], τὸ (AM) [[κνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ερεθισμός]] του δέρματος, [[φαγούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάγκωμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κνήσματα</i><br />ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με [[τρίψιμο]], αποξέσματα, τρίμματα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψήκτρης [[κνῆσμα]]» — [[χτένα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνῆσμα:''' -ατος, τό, [[τσίμπημα]], [[δάγκωμα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῆσμα Medium diacritics: κνῆσμα Low diacritics: κνήσμα Capitals: ΚΝΗΣΜΑ
Transliteration A: knē̂sma Transliteration B: knēsma Transliteration C: knisma Beta Code: knh=sma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a.    II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28˙ ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.

Greek Monolingual

κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.

Greek Monotonic

κνῆσμα: -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.