κοττίς: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(21) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοττίς]], δωρ. τ. [[κοτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[παρεγκεφαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κοττίς]] [[καθώς]] και η [[συγγενής]] λ. [[κόττος]] «[[πετεινός]], [[κύβος]]» συνδέονται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]] και [[κοτύλη]], [[οπότε]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοτ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[λάκκος]], [[δωμάτιο]]», ενώ το διπλό -<i>ττ</i>- οφείλεται [[μάλλον]] σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. αυτές ([[κοττίς]], [[κότταβος]], [[κοτύλη]]) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. [[υπόστρωμα]]. Η αρχική σημ. τών λ. [[είναι]] «[[κοιλότητα]]» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «[[δοχείο]]» και «[[κεφαλή]]», θ. <i>κοττ</i>- της λ. [[κοττίς]] εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κοττάς</i>, <i>Κοττίς</i>, <i>κότταλος</i>, -<i>άλη</i>, <i>κότταρος</i>, <i>Κόττος</i>, <i>Κοττώ</i>]. | |mltxt=[[κοττίς]], δωρ. τ. [[κοτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> [[παρεγκεφαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[κοττίς]] [[καθώς]] και η [[συγγενής]] λ. [[κόττος]] «[[πετεινός]], [[κύβος]]» συνδέονται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]] και [[κοτύλη]], [[οπότε]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κοτ</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[λάκκος]], [[δωμάτιο]]», ενώ το διπλό -<i>ττ</i>- οφείλεται [[μάλλον]] σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι λ. αυτές ([[κοττίς]], [[κότταβος]], [[κοτύλη]]) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. [[υπόστρωμα]]. Η αρχική σημ. τών λ. [[είναι]] «[[κοιλότητα]]» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «[[δοχείο]]» και «[[κεφαλή]]», θ. <i>κοττ</i>- της λ. [[κοττίς]] εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια <i>Κοττάς</i>, <i>Κοττίς</i>, <i>κότταλος</i>, -<i>άλη</i>, <i>κότταρος</i>, <i>Κόττος</i>, <i>Κοττώ</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Meaning: <b class="b2">hairdress with long hair on the forehead</b> (Poll., H., Phot.).<br />Other forms: <b class="b3">-ίδος</b> f. Dor. for <b class="b3">κεφαλή</b> (Poll., H., Phot.); also <b class="b3">κοτίς</b> (Hp.), = [[ἰνίον]], [[παρεγκεφαλίς]] (Gal.), <b class="b2">τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή</b> (Erot.).<br />Compounds: As 2. member in <b class="b3">προκοττίς ἡ χαίτη</b> H. and <b class="b3">προκόττα</b> f. (dor.)<br />Derivatives: <b class="b3">κόττικοι αἱ περικεφαλαῖαι</b>; <b class="b3">κοττάρια τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου</b> H. - Beside it <b class="b3">κόττος</b> = <b class="b3">κύβος</b> (Cod. Just.), <b class="b3">κοττός</b> (<b class="b3">κόττος</b>) <b class="b3">ὄρνις</b>. <b class="b3">καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ̃ κεφαλῃ̃ λόφον</b> (cf. NGr. <b class="b3">κόττα</b> [[chicken]]); <b class="b3">κοττοβολεῖν τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν</b> H. On <b class="b3">κόττος</b> as name of a river-fish (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (after the cock). - PN <b class="b3">Κοττίς</b>, <b class="b3">Κότταλος</b>, <b class="b3">-άλη</b> (Herod.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Connection with <b class="b3">κοτύλη</b> [[bowl]], [[dish]] is a guess. For a basic <b class="b3">*κοτϜ-ίς</b> (Scheftelowitz BB 28, 146) there is no support; rather in this popular diminut. an expressive gemination. - Acc. to Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. these words (incl. <b class="b3">κοτύλη</b>) come from a pre-IE. hispano-caucasian language-group and have in Iberoromance, in Basque and elsewhere several cognates; orig. meaning <b class="b2">concave or convex rounding</b>, from where [[vessel]] (> [[head]]), also [[hill]], [[head]] etc. Unhappily most concrete objects can be brought under such a denominator. - Here acc. to Hubschmid also <b class="b3">κότταβος</b> as orig. vessel-name. - Diff. on <b class="b3">κόττος</b> Mann Lang. 28, 35. - Fur. 362 connects <b class="b3">κοτ(τ</b>) <b class="b3">ίς</b>, (<b class="b3">προ)κόττα</b> with <b class="b3">σκύτη κεφαλή</b> H.(?); the geminate would point to Pre-Greek.. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:33, 3 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dor. for κεφαλή, Poll.2.29, Phot.
A s.v. προκότταν:— in Hp. written κοτίς, occiput, Morb.2.20, cf. Erot.Fr.56, Gal.19.113.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nom de la tête en dorien.
Étymologie: DELG terme familier obscur.
Greek Monolingual
κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κεφαλή
2. παρεγκεφαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος και κοτύλη, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα κοτ- της ΙΕ ρίζας ket- «λάκκος, δωμάτιο», ενώ το διπλό -ττ- οφείλεται μάλλον σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Κατ' άλλη άποψη, οι λ. αυτές (κοττίς, κότταβος, κοτύλη) ανάγονται σε ένα προϊνδοευρωπ. ισπανο-καυκασικό γλωσσ. υπόστρωμα. Η αρχική σημ. τών λ. είναι «κοιλότητα» και απ' αυτήν προήλθαν οι σημασίες «δοχείο» και «κεφαλή», θ. κοττ- της λ. κοττίς εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κοττάς, Κοττίς, κότταλος, -άλη, κότταρος, Κόττος, Κοττώ].
Frisk Etymological English
Meaning: hairdress with long hair on the forehead (Poll., H., Phot.).
Other forms: -ίδος f. Dor. for κεφαλή (Poll., H., Phot.); also κοτίς (Hp.), = ἰνίον, παρεγκεφαλίς (Gal.), τῆς κεφαλῆς ἡ κορυφή (Erot.).
Compounds: As 2. member in προκοττίς ἡ χαίτη H. and προκόττα f. (dor.)
Derivatives: κόττικοι αἱ περικεφαλαῖαι; κοττάρια τὰ ἄκρα τῆς κέγχρου H. - Beside it κόττος = κύβος (Cod. Just.), κοττός (κόττος) ὄρνις. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῃ̃ κεφαλῃ̃ λόφον (cf. NGr. κόττα chicken); κοττοβολεῖν τὸ παρατηρεῖν τινα ὄρνιν H. On κόττος as name of a river-fish (Arist. HA 534a 1) s. Strömberg Fischnamen 119 (after the cock). - PN Κοττίς, Κότταλος, -άλη (Herod.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection with κοτύλη bowl, dish is a guess. For a basic *κοτϜ-ίς (Scheftelowitz BB 28, 146) there is no support; rather in this popular diminut. an expressive gemination. - Acc. to Hubschmid Romance Philology 6, 190ff. these words (incl. κοτύλη) come from a pre-IE. hispano-caucasian language-group and have in Iberoromance, in Basque and elsewhere several cognates; orig. meaning concave or convex rounding, from where vessel (> head), also hill, head etc. Unhappily most concrete objects can be brought under such a denominator. - Here acc. to Hubschmid also κότταβος as orig. vessel-name. - Diff. on κόττος Mann Lang. 28, 35. - Fur. 362 connects κοτ(τ) ίς, (προ)κόττα with σκύτη κεφαλή H.(?); the geminate would point to Pre-Greek..