ακμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκμάζω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[ακμή]], σε πλήρη [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[ανθώ]], [[ευημερώ]], [[ευδοκιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br />βρίσκομαι στην πιο δημιουργική [[φάση]] της ζωής μου, στην ωριμότητά μου<br />«ο [[ποιητής]] άκμασε στα [[μέσα]] του 5ου αιώνα»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο [[σημείο]], σε [[έξαρση]]<br /><b>5.</b> (για [[σιτηρά]]) [[είμαι]] ώριμος, [[μεστώνω]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ακμάζει</i><br />[[είναι]] [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκμή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμαστής]], [[ἀκμαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμάζω]], [[υπερακμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακμάζω]], [[ἀπακμάζω]], [[ἐνακμάζω]], [[ἐξακμάζω]], [[ἐπακμάζω]], [[προακμάζω]], [[συμπαρακμάζω]], [[συνακμάζω]], [[ὑπακμάζω]].
|mltxt=(Α [[ἀκμάζω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[ακμή]], σε πλήρη [[άνθηση]]<br /><b>2.</b> [[ανθώ]], [[ευημερώ]], [[ευδοκιμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br />βρίσκομαι στην πιο δημιουργική [[φάση]] της ζωής μου, στην ωριμότητά μου<br />«ο [[ποιητής]] άκμασε στα [[μέσα]] του 5ου αιώνα»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[εξέχω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο [[σημείο]], σε [[έξαρση]]<br /><b>5.</b> (για [[σιτηρά]]) [[είμαι]] ώριμος, [[μεστώνω]]<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ακμάζει</i><br />[[είναι]] [[κατάλληλος]] [[καιρός]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκμή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκμαστής]], [[ἀκμαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[παρακμάζω]], [[υπερακμάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀνακμάζω]], [[ἀπακμάζω]], [[ἐνακμάζω]], [[ἐξακμάζω]], [[ἐπακμάζω]], [[προακμάζω]], [[συμπαρακμάζω]], [[συνακμάζω]], [[ὑπακμάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκμάζω)
1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση
2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ
νεοελλ.
(για πρόσωπα)
βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση της ζωής μου, στην ωριμότητά μου
«ο ποιητής άκμασε στα μέσα του 5ου αιώνα»
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική κατάσταση
2. υπερέχω, εξέχω σε κάτι
3. είμαι αρκετά δυνατός να κάνω κάτι
4. (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο, σε έξαρση
5. (για σιτηρά) είμαι ώριμος, μεστώνω
6. απρόσ. ακμάζει
είναι κατάλληλος καιρός για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκμή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκμαστής, ἀκμαστικός.
ΣΥΝΘ. παρακμάζω, υπερακμάζω
αρχ.
ἀνακμάζω, ἀπακμάζω, ἐνακμάζω, ἐξακμάζω, ἐπακμάζω, προακμάζω, συμπαρακμάζω, συνακμάζω, ὑπακμάζω.