αλκυόνα: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)<br />[[κάθε]] [[πουλί]] της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το [[πουλί]] που [[είναι]] γνωστό στην [[Ελλάδα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψαροφάγος]])<br /><b>αρχ.</b><br />μυθικό [[πτηνό]] που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη [[φωλιά]] της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. <i>ἁλκυὼν</i>) και τη [[μετοχή]] [[κύων]] του ρήματος <i>κύω</i> «[[κυοφορώ]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, [[δάνειο]] στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. <i>ἀλκυὼν</i> [[είναι]] και η αντίστοιχη λατ. <i>alc</i><i>ē</i><i>d</i><i>ō</i>. Παράγωγο της λ. [[είναι]] το συνώνυμο ουσιαστικό [[ἀλκυονίς]], από όπου και το επίθ. [[ἀλκυονίδες]] ( | |mltxt=και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)<br />[[κάθε]] [[πουλί]] της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το [[πουλί]] που [[είναι]] γνωστό στην [[Ελλάδα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψαροφάγος]])<br /><b>αρχ.</b><br />μυθικό [[πτηνό]] που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη [[φωλιά]] της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. <i>ἁλκυὼν</i>) και τη [[μετοχή]] [[κύων]] του ρήματος <i>κύω</i> «[[κυοφορώ]]». Πρόκειται [[μάλλον]] για [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, [[δάνειο]] στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. <i>ἀλκυὼν</i> [[είναι]] και η αντίστοιχη λατ. <i>alc</i><i>ē</i><i>d</i><i>ō</i>. Παράγωγο της λ. [[είναι]] το συνώνυμο ουσιαστικό [[ἀλκυονίς]], από όπου και το επίθ. [[ἀλκυονίδες]] (πρβλ. τη φρ. «[[ἀλκυονίδες]] ἡμέραι»). Από το όνομα του πτηνού <i>ἀλκυὼν</i> προήλθαν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια <i>Ἀλκυών</i>, <i>Ἀλκυόνη</i>, <i>Ἀλκυονεύς</i>, γνωστά και από τη [[μυθολογία]]. Το ουσ. <i>ἀλκυδὼν</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. της λ. <i>αλκυὼν</i> [[είτε]] αναλογικά [[προς]] άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -<i>δὼν</i> (πρβλ. [[χελιδών]], <i>ἀηδὼν</i>) [[είτε]] κατ' [[επίδραση]] του ουσ. <i>ἀλγηδὼν</i> «[[πόνος]], [[οδύνη]]» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών του πτηνού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκυόνειος]], [[ἀλκυονίς]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, -όνος)
κάθε πουλί της οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος)
αρχ.
μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως. Σύμφωνα με μύθο σχετικό με τη φωλιά της αλκυόνας, η λ. παλαιότερα παρετυμολογείτο ως σύνθετη από το ουσ. ἅλς «θάλασσα» (από όπου και ο δασυνόμενος τ. ἁλκυὼν) και τη μετοχή κύων του ρήματος κύω «κυοφορώ». Πρόκειται μάλλον για λέξη μεσογειακής προελεύσεως, δάνειο στην Ελληνική. Συγγενής μορφολογικά με την ελληνική λ. ἀλκυὼν είναι και η αντίστοιχη λατ. alcēdō. Παράγωγο της λ. είναι το συνώνυμο ουσιαστικό ἀλκυονίς, από όπου και το επίθ. ἀλκυονίδες (πρβλ. τη φρ. «ἀλκυονίδες ἡμέραι»). Από το όνομα του πτηνού ἀλκυὼν προήλθαν επίσης τα ανθρωπωνύμια Ἀλκυών, Ἀλκυόνη, Ἀλκυονεύς, γνωστά και από τη μυθολογία. Το ουσ. ἀλκυδὼν είναι μεταπλασμένος τ. της λ. αλκυὼν είτε αναλογικά προς άλλες ονομασίες πτηνών ή ζώων σε -δὼν (πρβλ. χελιδών, ἀηδὼν) είτε κατ' επίδραση του ουσ. ἀλγηδὼν «πόνος, οδύνη» (λόγω τών λυπητερών κρωγμών του πτηνού).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλκυόνειος, ἀλκυονίς.