ἀναύδητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναύδητος]], -ον (Α) [[αυδώ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] να λεχθεί<br /><b>2.</b> [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>3.</b> [[ανήκουστος]], [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].
|mltxt=[[ἀναύδητος]], -ον (Α) [[αυδώ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί ή δεν [[πρέπει]] να λεχθεί<br /><b>2.</b> [[άφωνος]], [[άλαλος]]<br /><b>3.</b> [[ανήκουστος]], [[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναύδητος:''' Δωρ. -ᾶτος, <i>-ον</i> ([[αὐδάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν προφέρεται, [[άρρητος]], [[ανείπωτος]], [[ανέκφραστος]], Λατ. infondus, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανήκουστος]], [[αδύνατος]], [[ακατόρθωτος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[άφωνος]], [[άλαλος]] στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναύδητος Medium diacritics: ἀναύδητος Low diacritics: αναύδητος Capitals: ΑΝΑΥΔΗΤΟΣ
Transliteration A: anaúdētos Transliteration B: anaudētos Transliteration C: anayditos Beta Code: a)nau/dhtos

English (LSJ)

Dor. ἀναύδ-ᾱτος, ον,

   A not to be spoken, unutterable: hence, horrible, ἀναυδάτῳ μένει A.Th.897 (lyr.); ἄφατον ἀναύδητον λόγον E.Ion783.    2 unspoken, impossible, οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.).    II speechless, Id.Tr.968 (cj.).

German (Pape)

[Seite 212] 1) unaussprechlich, Aesch. μένος Spt. 879; λόγος Eur. Ion. 782; unerhört, unerwartet, Soph. Ai. 702, neben ἀνέλπιστος. – 2) sprachlos, stumm, Soph. Tr. 968; Archi. 28 (VII, 191).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, ὅστις δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) ἀνήκουστος, ἀπροσδόκητος, «ἀνέλπιστος» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, αἰαῖ, ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. ἄναυδος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 indicible, qu’on ne peut ou qu’on n’ose exprimer;
2 qui ne peut être annoncé ; qui ne peut se réaliser, impossible;
II. qui ne parle pas, muet.
Étymologie: ἀ, αὐδάω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. ἀναύδᾱτος S.Tr.968
1 indecible μένος A.Th.897, λόγος E.Io 783.
2 imposible κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Ai.714.
3 callado, que no habla ὅδ' ἀναύδατος φέρεται S.Tr.968.

Greek Monolingual

ἀναύδητος, -ον (Α) αυδώ
1. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί
2. άφωνος, άλαλος
3. ανήκουστος, ανέλπιστος, απροσδόκητος.

Greek Monotonic

ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον (αὐδάω),
I. 1. αυτός που δεν προφέρεται, άρρητος, ανείπωτος, ανέκφραστος, Λατ. infondus, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ανήκουστος, αδύνατος, ακατόρθωτος, σε Σοφ.
II. άφωνος, άλαλος στον ίδ.