ἀνεκτός: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(4) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνεκτός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ανεχθεί [[κανείς]], [[υποφερτός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνεκτός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο [[είναι]] δυνατόν να ανεχθεί [[κανείς]], [[υποφερτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεκτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], [[κυρίως]] με αρνητ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αρνητ., αυτό που μπορεί να γίνει ανεκτό, που μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, σε Όμηρ.· οὐκ [[ἀνεκτῶς]] [[ἔχει]], δεν είναι υποφερτό, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
όν, later ή, όν IGRom.4.293 ii 4 (Pergam.), D.L.2.36: Aeol. ὄνεκτος Alc.Supp.27.9:—
A bearable, sufferable, tolerable, mostly with a neg. (like ἀνασχετός), λοίγια ἔργα . . οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά Il.1.573; χρειὼ . . οὐκέτ' ἀνεκτός 10.118, Thgn.1195, etc.: so mostly in Att., οὐκ ἀνεκτόν A.Ag.1364; οὐκ ἀνεκτά S.Ant.282, etc.; or with a question, ἦ ταῦτα δῆτ' ἀνεκτά; Id.OT429; ταυτὶ δῆτ' ἀνέκτ' ἀκούειν; Ar. Th.563:—οὐκ ἀνεκτόν [ἐστι] foll. by inf., with or without μὴ οὐ, Pl. Tht.154c,181b; τὸ μὲν οὐκ ἀ. ἐμοὶ . . γίγνεσθαι Id.Lg.861d. 2 without a neg., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν that can be endured, Od.20.83; ἀ. χοὖτος ἦν ὅμως ἐμοί Pherecr.145.13; ἀνεκτὰ παθεῖν Th. 7.77; μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι ἐς ὅσον . . Id.2.35; παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός in any tolerable manner whatsoever, Id.8.90; ἀ. τι λέγειν Isoc.8.65; συμβίωσιν -όν Phld.Ir.p.78W.; ἀνεκτότερα more tolerable, Cic.Att.12.45.2; ἀνεκτότερον ἔσται τινί Ev.Matt. 10.15,11.22, etc.: Sup., Phld.Rh.2.226S. b of persons, μόγις ἀνεκτοί Lys.22.20, cf. D.Ep.3.13. II Adv. -τῶς, in Hom. always οὐκέτ' ἀνεκτῶς, Od.9.350, etc.; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει it is not to be borne, X.HG7.3.1: without neg., Phld.D.3Fr.2, Oec.p.31J.
German (Pape)
[Seite 221] (erst Sp. ἀνεκτή fem., vgl. Lob. Par. 482; Thuc. 7, 87 ὀσμαὶ ἀνεκτοί, Hom. Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ ἀνεκτός, s. Scholl. Aristonic. 10, 118 Friedl. Aristonic. p. 31), erträglich, auszuhalten; Hom. Od. 20, 83 τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν; mit der Negation οὐ Iliad. 10, 118. 11, 610 χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ' ἀνεκτός; 1, 573 λοίγια ἔργα οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά; Od. 20, 223 ἐπεὶ οὐκέτ' ἀνεκτὰ πέλονται; Advb. ἀνεκτῶς Iliad. 8, 355 Od. 9, 350 ὁ δὲ μαίνεται (σὺ δὲ μαίνεαι) οὐκέτ' ἀνεκτῶς; – οὐκ ἀνεκτόν Aesch. Ag. 1364; οὐκ ἀνεκτά Soph. Ant. 282; ohne Negation in der Frage O. R. 429. Auch bei Plato immer mit der Negation, mit folgendem inf., οὐκ ἀνεκτὸν ἄλλως λέγειν, man kann es unmöglich anders sagen, Theaet. 154 c; οὐδὲν ἀνεκτὸν μὴ οὐ διασκέψασθαι, man muß es in Erwägung ziehen, 181 b; Sp.; Adv. ἀνεκτῶς Isocr. 5, 11, χαλεπόν ἐστι, περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν δύο λόγους ἀνεκτῶς εἰπεῖν, erträglich zu sprechen; οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, es ist nicht zu ertragen, Xen. Hell. 7, 3, 1; – ἀνεκτότερον ἔσται τῇ γῇ Matth. 10, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκτός: -όν, μεταγεν. ή, όν, Διογ. Λ. 2. 36: - Ρηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀνέχομαι, ὃν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ὑποφερτός, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ. (ὡς τὸ ἀνασχετός)· λοίγια ἔργα …, οὐδ’ ἔτ’ ἀνεκτὰ Ἰλ. Α. 573· χρειώ … οὐκέτ’ ἀνεκτὸς Κ. 118, Θέογν. 1195, κτλ., οὕτως ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ παρ’ Ἀττ., οὐκ ἀνεκτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1364· οὐκ ἀνεκτὰ Σοφ. Ἀντ. 282, κτλ. ἢ μετ’ ἐρωτήσεως, ἦ ταῦτα δῆτ’ ἀνεκτά; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 429· ταῦτα δῆτ’ ἀνέκτ’ ἀκούειν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 563: - οὐκ ἀνεκτὸν [ἐστι] ἑπομέν. ἀπαρ. μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ μὴ οὐ Πλάτ. Θεαίτ. 154C, 181Β· τὸ μὲν οὐκ ἀν. ἐμοί ... γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 861D. 2) ἄνευ ἀρνήσ., τὸ μὲν καὶ ἀνεκτόν ἔχει κακόν, ὅπερ εἶναι ὑποφερτόν, Ὀδ. Υ. 83· ἀνεκτὰ παθεῖν, toleranda pati, Θουκ. 7. 77· μέχρι τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοι, ἐς ὅσον …, ὁ αὐτ. 2. 35· παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτός, καθ’ οἱονδήποτε ὁπωσοῦν ὑποφερτὸν τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. Δημ. 1477. 24· ἀν. τι λέγειν Ἰσοκρ. 172Β· ἀνεκτότερα, ὑποφερτότερα, Κικ. π. Ἀττ. 12. 45· ἀνεκτότερον ἔσται τινί Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 15, ια΄, 22, κτλ. β) ἐπὶ προσώπων, μόγις ἀνεκτοὶ Λυσ. 166. 10, πρβλ. Δημ. 1477. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς παρ’ Ὁμ. ἀείποτε οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· νομίσας οὐκ ἀνεκτῶς ἔχειν ὅτι δὲν εἶναι ὑποφερτά, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
supportable, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de ἀνέχω.
English (Autenrieth)
όν (ἀνέχω): endurable, Od. 20.83; usually with οὐκέτι, so the adv., οὐκέτ' ἀνεκτῶς, ‘in a fashion no longer to be endured,’ Od. 9.350.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): eol. ὄνεκτον Alc.76.9, 12
• Morfología: [tard. fem. ἀνεκτή IGR 4.293.2.4 (Pérgamo), D.L.236]
I sufrible, soportable de cosas ἔργα Il.1.573, χρειώ Il.10.118, κακόν Od.20.83, τάδε Ar.Lys.477, παντὶ τρόπῳ ὅστις ... ἀνεκτός Th.8.90, ἔπαινοι Th.2.35, ψόγοι Pl.Phdr.240e, λόγος Plb.36.10.2
•neutr. οὐκ ἀνεκτόν, ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ A.A.1364, λέγεις γὰρ οὐκ ἀνεκτά S.Ant.282, ἀνεκτόν τι λέγειν Isoc.8.65, ἀνεκτὰ ἔπαθον Th.7.77, δεινὰ τλᾶσα κοὐκ ἀ. E.IA 942, Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται será más tolerable la suerte de Tiro y Sidón, Eu.Matt.11.22, cf. Cic.Att.290.1
•de pers. οὐκ ἀνεκτὸς οὐδ' ἐν ὀφθαλμοῖσ' ἰδεῖν no se puede soportar ni su presencia Semon.8.32, μόγις ἀνεκτοί Lys.22.20, τοὺς ἀναισθήτους ἀνεκτοὺς ποιεῖν D.Ep.3.13
•impers. ἦ ταῦτα δῆτ' ἀνεκτὰ πρὸς τούτου κλύειν; S.OT 429, ταῦτα δῆτ' ἀνέκτ' ἀκούειν; ¿es tolerable escuchar esto? Ar.Th.563
•οὐκ ἀνεκτόν c. inf. τὸ μὲν οὐκ ἀ. ἐμοὶ ... γίγνεσθαι lo primero, no es sufrible para mí ... que suceda Pl.Lg.861d, οὐκ ἀ. δειλίας θανεῖν σ' ὕπο E.HF 289, οὐδὲ ἀ. ἄλλως λέγειν Pl.Tht.154c, οὐκέτ' ἀνεκτὸν ἦν ἀναμένειν I.BI 7.68.
II adv. -ῶς
1 tolerablemente, Od.9.350, εἰπεῖν Isoc.5.11, cf. 8.126, Phld.D.3.fr.2
•οὐκ ἀνεκτῶς ἔχειν no ser soportable X.HG 73.1.
2 pacientemente Gr.Nyss.M.46.781D.
3 libremente Pall.V.Chrys.17.145.
English (Thayer)
ἀνεκτον, and in later Greek also ἀνεκτός, ἀνεκτη, ἀνεκτον (cf. Winer s Grammar, 68 (67); Buttmann, 25 (22)) (ἀνέχομαι to bear, endure); from Homer down; bearable, tolerable: ἀνεκτότερον ἔσται the lot will be more tolerable, R L brackets; Homer down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀνεκτός, -ή, -όν) ανέχω
εκείνος τον οποίο είναι δυνατόν να ανεχθεί κανείς, υποφερτός.
Greek Monotonic
ἀνεκτός: -όν, ρημ. επίθ. του ἀνέχομαι,
I. 1. υποφερτός, ανεκτός, κυρίως με αρνητ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. χωρίς αρνητ., αυτό που μπορεί να γίνει ανεκτό, που μπορεί κάποιος να αντέξει, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
II. επίρρ. -ως, σε Όμηρ.· οὐκ ἀνεκτῶς ἔχει, δεν είναι υποφερτό, σε Ξεν.