αρπαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρπαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> ο [[γοητευτικός]] ή [[ελκυστικός]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> (-έως)<br />α) άπληστα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλπαλέος</i> «[[αγαπητός]]» (<b>Ησύχ.</b>), με [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αλπ</i>-παρεκτεταμένη με <i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλπνιστος]], [[έπαλπνος]]). Η [[δασύτητα]] και η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του τ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρπαλίζω]]].
|mltxt=[[ἁρπαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> ο [[γοητευτικός]] ή [[ελκυστικός]]<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> (-έως)<br />α) άπληστα, βιαστικά<br />β) [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλπαλέος</i> «[[αγαπητός]]» (<b>Ησύχ.</b>), με [[ανομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>αλπ</i>-παρεκτεταμένη με <i>αλ</i>- (πρβλ. [[άλπνιστος]], [[έπαλπνος]]). Η [[δασύτητα]] και η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του τ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του ρ. [[αρπάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρπαλίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἁρπαλέος, -α, -ον (Α)
1. ο άπληστος
2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός
3. επίρρ. (-έως)
α) άπληστα, βιαστικά
β) πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ-παρεκτεταμένη με αλ- (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα και η σημασιολογική εξέλιξη του τ. οφείλεται σε επίδραση του ρ. αρπάζω.
ΠΑΡ. αρπαλίζω].