ἄσκεπτος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άσκεφτος]], -η, -ο (AM [[ἄσκεπτος]], -ον)<br />Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται [[χωρίς]] [[περίσκεψη]], ο [[απερίσκεπτος]], ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έγινε [[γνωστός]], ο [[κρυφός]] («ἄσκεπτοι γάμοι»)<br /><b>3.</b> ο [[ασήμαντος]], ο [[αμελητέος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσκεφτα</i> (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)<br />απερίσκεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]<br />[[άσκεφτος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσκεπτος]] με [[ανομοίωση]]]. | |mltxt=και [[άσκεφτος]], -η, -ο (AM [[ἄσκεπτος]], -ον)<br />Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται [[χωρίς]] [[περίσκεψη]], ο [[απερίσκεπτος]], ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έγινε [[γνωστός]], ο [[κρυφός]] («ἄσκεπτοι γάμοι»)<br /><b>3.</b> ο [[ασήμαντος]], ο [[αμελητέος]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσκεφτα</i> (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)<br />απερίσκεπτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]<br />[[άσκεφτος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσκεπτος]] με [[ανομοίωση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄσκεπτος:''' -ον ([[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[ασυλλόγιστος]], [[αστόχαστος]], σε Πλάτ.· επίρρ., <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, unreflecting, οὐκ ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. 14.5, cf. Pl.R.438a, Plu.2.45d: mostly in Adv. -τως inadvisedly, Th.6.21, Pl.Chrm.158e, etc.; ἀ. ἔχειν Id.Cra.440d; ἀ. ἔχειν τινός Id.Grg.501c: Comp.-ότερον Arist.Pol.1274a30, Plu.Demetr.1. II unconsidered, unobserved, Ar.Ec.258, X.Mem.4.2.19; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται Pl. Tht.184a. 2 unseen, hidden, γάμοι Opp.H.1.773. 3 too small to be observed, negligible, ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.0.89b10.
German (Pape)
[Seite 371] unüberlegt, unbedacht, ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. Ath. XI, 509 d; Plat. Theaet. 184 a; Xen. Mem. 4, 2, 19. – Adv., ἀσκέπτως, unbedachtsam, Thuc. 6, 21; ἔχειν τινός, auf etwas keine Rücksicht nehmen, Plat. Gorg. 501 c; vgl. Crat. 440 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non considéré, non observé;
2 fig. inconsidéré, irréfléchi;
Cp. ἀσκεπτότερος.
Étymologie: ἀ, σκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no examinado, no observado ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.Ec.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
•a lo que no se presta atención οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.89b10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.R.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d
•c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.Cyn.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.BI 6.328, ἐλπίς I.BI 5.66
•neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente λέγειν Arist.Pol.1274a30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.Demetr.1.
II adv. -ως irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e, ἔχειν Pl.Cra.440d, αὐτόθεν ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέον Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87
•c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.Grg.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51.
Greek Monolingual
και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].
Greek Monotonic
ἄσκεπτος: -ον (σκοπέω)·
I. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, αστόχαστος, σε Πλάτ.· επίρρ., -τως, απερίσκεπτα, σε Θουκ. κ.λπ.
II. ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.