διαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(9)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαναγκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[εφαρμόζω]] βία, [[εξαναγκάζω]]<br /><b>2.</b> (για εξαρθρωμένα [[μέλη]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] τους, [[ενεργώ]] [[ανάταξη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>διαναγκάζομαι</i><br />διαστέλλομαι.
|mltxt=[[διαναγκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] [[πίεση]] ή [[εφαρμόζω]] βία, [[εξαναγκάζω]]<br /><b>2.</b> (για εξαρθρωμένα [[μέλη]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] τους, [[ενεργώ]] [[ανάταξη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>διαναγκάζομαι</i><br />διαστέλλομαι.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αναγκάζω dwingen, verplichten, met inf.; perf. pass.: ἡ τῶν ἀρχόντων ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσε het oog van de magistraten wordt gedwongen om niet weg te kijken Plat. Lg. 836a. geneesk. opendrukken, opendwingen; pass. verwijd zijn (van poriën, fistels). doordrukken, (terug)zetten (van een bot).
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰναγκάζω Medium diacritics: διαναγκάζω Low diacritics: διαναγκάζω Capitals: ΔΙΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: dianankázō Transliteration B: dianankazō Transliteration C: dianagkazo Beta Code: dianagka/zw

English (LSJ)

   A drill, train, Pl.Lg.836a (Pass.); reduce dislocation, Hp.Mochl.38; δ. πόρους force open the pores, Id.Vict.2.64:—Pass., to be dilated, Id.Fist.4.

German (Pape)

[Seite 591] durchzwängen, πόρους, durch die Poren, Hippocr.; – verstärktes simpl.; διηνάγκασται φάναι Plat. Phil. 14 e, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, εἰσάγω διὰ τῆς βίας, ἐπιφέρω βίαν, ἀναγκάζω, Πλάτ. Νόμ. 836Α· ἐπανάγω εἰς τὴν θέσιν του μέλος ἐξηρθρωμένον, πρβλ. ἀρθρεμβολῶ, Ἱππ. 863F· - δ. πόρους, ἀνοίγω τοὺς πόρους βιαίως, ὁ αὐτ. 364. 17.

Spanish (DGE)

1 c. inf. forzar, obligar a τὴν ὄψιν πρὸς τούτοις εἶναι Arist.Pr.959a36, en v. pas. ἡ ... ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσε Pl.Lg.836a, τέρατα διηνάγκασται φάναι Pl.Phlb.14e, προσᾴδειν αὐλῷ ... διηναγκασμένοι Pl.Lg.670b.
2 c. ac., medic. forzar, realizar una acción forzando τὰ δὲ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνοντα las (partes) que deben ser reducidas o encajadas hay que forzarlas a separarse mediante la extensión Hp.Mochl.38, τοὺς πόρους διαναγκάσαι forzar los poros, e.e. abrirlos Hp.Vict.2.64, ὑπὸ τοῦ σπόγγου διεναγκαζομένη ... ἡ σύριγξ la fístula dilatada por la esponja Hp.Fist.4.

Greek Monolingual

διαναγκάζω (Α)
1. ασκώ πίεση ή εφαρμόζω βία, εξαναγκάζω
2. (για εξαρθρωμένα μέλη) επαναφέρω στη θέση τους, ενεργώ ανάταξη
3. παθ. διαναγκάζομαι
διαστέλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αναγκάζω dwingen, verplichten, met inf.; perf. pass.: ἡ τῶν ἀρχόντων ὄψις διηναγκασμένη μὴ ἀποβλέπειν ἄλλοσε het oog van de magistraten wordt gedwongen om niet weg te kijken Plat. Lg. 836a. geneesk. opendrukken, opendwingen; pass. verwijd zijn (van poriën, fistels). doordrukken, (terug)zetten (van een bot).