διαβρέχω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαβρέχω]])<br />[[διαποτίζω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαβρέχομαι</i><br />μεθάω. | |mltxt=(AM [[διαβρέχω]])<br />[[διαποτίζω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαβρέχομαι</i><br />μεθάω. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαβρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βρέχω]], [[μουσκεύω]], [[υγραίνω]], [[ποτίζω]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A soak, τἀρτύματα A.Fr.306: abs., Arist.Pr.866a10:—Pass., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA1.23, cf. Gp.17.17.2; διαβεβρεγμένος, of a person, soaked in liquor, Hld.5.31; πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65; ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph. Chr.30.
Greek (Liddell-Scott)
διαβρέχω: ὅλως διόλου βρέχω, ὑγραίνω “μουσκεύω”, τἀρτύματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 318· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 55. - Παθ., ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 21· διαβεβρεγμένος, ἐπὶ προσ., βουτημένος εἰς ποτόν, μεθυσμένος, Ἡλιόδ. 5. 31.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Pass. διεβράχην;
traverser par l’humidité, tremper.
Étymologie: διά, βρέχω.
Spanish (DGE)
1 mojar, empapar, γλῶσσα ὑπὸ ξηρότητος ἐνίοτε ὑπότραυλος, ἕως διαβρέξειεν Hp.Epid.7.43, τὸ δὲ ὀλίγον (ποτόν) ... διαβρέχει καὶ εἰς τὰς σάρκας χωρεῖ Arist.Pr.866a10, ἐν οἴνῳ Thphr.HP 9.9.3, δέρματα διαβρέχοντες ἤσθιον D.C.74.12.5, cf. Chrys.M.63.208.
2 en v. med.-pas., intr. inundarse, empaparse ὁ ἐγκέφαλος Hp.Morb.Sacr.11, πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι (τοὺς θέρμους) Zeno Stoic.1.65, διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος Luc.Trag.304, τῶν σπογγῶν διαβραχέντων al empaparse las esponjas Babr.111.19, ἄλφιτα αἰγείῳ ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA 1.23, κράμβης διαβραχείσης ἐν ὄξει δέσμην φαγεῖν Gp.17.17.2
•fig. διαβρέχεις τ' ἀρτύματα A.Fr.306, de un borracho ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph.Chr.30.
Greek Monolingual
(AM διαβρέχω)
διαποτίζω, μουσκεύω
αρχ.
διαβρέχομαι
μεθάω.
Greek Monotonic
διαβρέχω: μέλ. -ξω, βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω, ποτίζω, σε Αισχύλ.