ἐξάρνησις: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
|mltxt=[[ἐξάρνησις]], η (Α) [[εξαρνούμαι]]<br /><b>1.</b> απόλυτη [[άρνηση]] («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[αποκήρυξη]], [[απάρνηση]] («[[ἐξάρνησις]] τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξάρνησις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[άρνηση]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρνησις Medium diacritics: ἐξάρνησις Low diacritics: εξάρνησις Capitals: ΕΞΑΡΝΗΣΙΣ
Transliteration A: exárnēsis Transliteration B: exarnēsis Transliteration C: eksarnisis Beta Code: e)ca/rnhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A denial, Pl.R.531b.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).

Greek Monotonic

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.