ἐξώστης: Difference between revisions
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐξώστης]]) [[εξωθώ]]<br />περιφραγμένη [[προεξοχή]] ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό [[οικοδόμημα]] με πόρτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την [[πλατεία]]<br /><b>2.</b> [[βαθμίδα]] στα [[πλευρά]] μόνιμων δεξαμενών με [[κλίση]] [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («[[ἐξώστης]] [[Ἄρης]] ἔθραυε [[λαίφη]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ορμητικός]], αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην [[ξηρά]]<br />ΙΙ. <b>ως ουσ.</b> [[είδος]] σφυγμού. | |mltxt=ο (AM [[ἐξώστης]]) [[εξωθώ]]<br />περιφραγμένη [[προεξοχή]] ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό [[οικοδόμημα]] με πόρτες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την [[πλατεία]]<br /><b>2.</b> [[βαθμίδα]] στα [[πλευρά]] μόνιμων δεξαμενών με [[κλίση]] [[προς]] τα έξω<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («[[ἐξώστης]] [[Ἄρης]] ἔθραυε [[λαίφη]] τῆσδε γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ορμητικός]], αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην [[ξηρά]]<br />ΙΙ. <b>ως ουσ.</b> [[είδος]] σφυγμού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξώστης:''' -ου, ὁ ([[ἐξωθέω]]), αυτός που σπρώχνει προς τα έξω, σε Ευρ.· <i>ἐξ. ἄνεμοι</i>, σφοδροί, ορμητικοί άνεμοι που σπρώχνουν τα πλοία στην [[ξηρά]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who drives out, Ἄρης E.Rh.322. 2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf. ἐξωθέω 11), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3. 3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662. 4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 891] ὁ, der Herausstoßende, ἄνεμοι, die von dem rechten Wege abtreiben, Her. 2, 113 u. Sp.; Ἄρης Eur. Rhes. 322.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώστης: -ου, ὁ, ἐπὶ ἀνέμων, σφοδρός, ὁρμητικός, ὁ ἐξωθῶν τοῦ εὐθέος δρόμου ἐν θαλάσσῃ καὶ παραφέρων τοὺς πλέοντας, ὡς ἐγένοντο ἐν τῷ Αἰγαίῳ ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος Ἡρόδ. 2. 113, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· ζάλη δὲ καὶ ἄνεμος ἐξώστης ἐμπεσὼν ἐπήνεγκεν ἡμᾶς ὑπὲρ Κρήτην Αἰσχίν. Ἐπιστ. 659 ἐν τέλει. 2) μεταφ., ὁ ἐκδιώκων, ὁ καταστρέφων, ἡνίκ’ ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς μέγας πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 322. 3) ἐξώστης, «μπαλκόνι», ὡς καὶ νῦν, Ἁρμενόπ. 2. 32., ἐλέγετο καὶ ἡλιακός, αὐτόθι 52.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui repousse : ἐξώστης ἄνεμος HDT vent contraire et violent.
Étymologie: ἐξωθέω.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξώστης) εξωθώ
περιφραγμένη προεξοχή ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό οικοδόμημα με πόρτες
νεοελλ.
1. τμήμα του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την πλατεία
2. βαθμίδα στα πλευρά μόνιμων δεξαμενών με κλίση προς τα έξω
αρχ.
Ι. ως επίθ.
1. αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς», Ευρ.)
2. (για άνεμο) ορμητικός, αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην ξηρά
ΙΙ. ως ουσ. είδος σφυγμού.
Greek Monotonic
ἐξώστης: -ου, ὁ (ἐξωθέω), αυτός που σπρώχνει προς τα έξω, σε Ευρ.· ἐξ. ἄνεμοι, σφοδροί, ορμητικοί άνεμοι που σπρώχνουν τα πλοία στην ξηρά, σε Ηρόδ.