ἔπακμος: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπακμος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ακμή]], σε [[ωριμότητα]] («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε [[ηλικία]] γάμου, επίγαμες)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], που καταλήγει σε [[οξεία]] [[αιχμή]] («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακμή]]]. | |mltxt=ἐπακμος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ακμή]], σε [[ωριμότητα]] («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε [[ηλικία]] γάμου, επίγαμες)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], που καταλήγει σε [[οξεία]] [[αιχμή]] («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακμή]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔπακμος:''' досл. достигший расцвета, перен. крепкий (ὀδοὺς ἔ. καὶ [[ὀξύς]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀκμή)
A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.). II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.
German (Pape)
[Seite 896] 1) der Blüthe nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v. l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pointu, acéré.
Étymologie: ἐπί, ἀκμή.
Greek Monolingual
ἐπακμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες)
2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή].
Russian (Dvoretsky)
ἔπακμος: досл. достигший расцвета, перен. крепкий (ὀδοὺς ἔ. καὶ ὀξύς Plut.).