ἐπίρροθος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(13)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρροθος]], -ον (Α) [[ρόθος]]<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[σύμμαχος]], [[υπερασπιστής]] («τοίη oἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν Ἀθήνῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[προστατευτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει<br /><b>4.</b> αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο [[υβριστικός]]<br /><b>5.</b> [[επίμεμπτος]], [[ταπεινός]], [[μηδαμινός]] («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> ο πολύ [[χρήσιμος]], ο [[σωτήριος]].
|mltxt=[[ἐπίρροθος]], -ον (Α) [[ρόθος]]<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[σύμμαχος]], [[υπερασπιστής]] («τοίη oἱ [[ἐπίρροθος]] ἦεν Ἀθήνῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[προστατευτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει<br /><b>4.</b> αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο [[υβριστικός]]<br /><b>5.</b> [[επίμεμπτος]], [[ταπεινός]], [[μηδαμινός]] («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> ο πολύ [[χρήσιμος]], ο [[σωτήριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρροθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που σπεύδει προς [[διάσωση]], [[βοηθός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐπ. [[κακά]]</i>, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, [[κακολόγος]], σε Σοφ., πρβλ. [[ἐπιτάρροθος]].
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρροθος Medium diacritics: ἐπίρροθος Low diacritics: επίρροθος Capitals: ΕΠΙΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: epírrothos Transliteration B: epirrothos Transliteration C: epirrothos Beta Code: e)pi/rroqos

English (LSJ)

ον,

   A coming to the rescue; as Subst., helper, τοίη οἱ ἐ. ἦεν Ἀθήνη Il.4.390; θεὰ... μοι ἐ. ἐλθὲ ποδοῖιν 23.770; μακραὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσίν Hes.Op.560; ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε A.R.2.1193: also as Adj., μῆτις, πύργος ἐ., ib.1068, 4.1045: c. gen., giving aid against, νύκτερον τέλος . . ἀλγέων ἐ. A.Th.368 (lyr.); cf. ἐπιτάρροθος.    2. [ὁδὸς] λείη καὶ . easy (?), AP7.50 (Archim.).    II. ἐ. κακά reproaches bandied backwards and forwards, abusive language, S.Ant.413.    2. δώμαθ' . . ἐ. full of fault-finding, Id.Fr.583.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρροθος: -ον, ὁ σπεύδων εἰς βοήθειαν, βοηθός, τοίη οἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνη Ἰλ. Δ. 390· θεά..., μοι ἐπίρροθος ἐλθὲ ποδοῖιν Ψ. 770· μακραὶ γὰρ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί, «μακραὶ γὰρ οὖσαι αἱ νύκτες βοηθοῦσι τοῖς βουσί, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558· ἐπίρροθοι ἄμμι πέλεσθε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1193: - αὐστηρότερον ὡς ἐπίθ., πύργος, μῆτις ἐπίρροθος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1045, κτλ.: - μετὰ γεν., παρέχων βοήθειαν ἐναντίον τινός, νύκτερον τέλος μολεῖν, παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον Αἰσχύλ. Θήβ. 368: - κοινότερον ἐν τῇ ποιητικῇ ἐκτεταμένῃ μορφῇ ἐπιτάρροθος (ὃ ἴδε). ΙΙ. ἐπ. κακά, ὀνείδη ἀλλεπάλληλα, συνεχὴς καὶ ἄπαυστος κακολογία, Σοφ. Ἀντ. 413, πρβλ. Valck. Ἱππ. 628: - ἐντεῦθεν, ἀξιόμεμπτος, ταπεινός, μηδανιμός, δώματα Σοφ. Ἀποσπ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’élance au secours de, τινι ; p. ext. secourable, efficace, utile ; avec le gén. secourable contre;
2 qui s’élance sur ou contre ; fig. qui blâme, qui injurie.
Étymologie: ἐπί, ῥόθος.

English (Autenrieth)

(cf. ἐπιτάρροθος): helper. (Il.)

Spanish

que socorre

Greek Monolingual

ἐπίρροθος, -ον (Α) ρόθος
1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)
2. προστάτης, προστατευτικός
3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει
4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός
5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)
6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.

Greek Monotonic

ἐπίρροθος: -ον, I. αυτός που σπεύδει προς διάσωση, βοηθός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με γεν., αυτός που παρέχει βοήθεια εναντίον κάποιου, σε Αισχύλ.
II. ἐπ. κακά, αυτός που κατηγορεί, μέμφεται αλλεπάλληλα, κακολόγος, σε Σοφ., πρβλ. ἐπιτάρροθος.