εὐφροσύνη: Difference between revisions
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφροσύνη]], Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[χαρά]], [[ευθυμία]], [[φαιδρότητα]], [[αγαλλίαση]] («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Εὐφροσύνη</i><br />μία από τις [[τρεις]] Χάριτες. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐφροσύνη]], Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) [[εύφρων]]<br /><b>1.</b> [[χαρά]], [[ευθυμία]], [[φαιδρότητα]], [[αγαλλίαση]] («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Εὐφροσύνη</i><br />μία από τις [[τρεις]] Χάριτες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐφροσύνη:''' Επικ. ἐϋφρ-, ἡ ([[εὔφρων]]), [[ευθυμία]], [[κέφι]], [[χαρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για [[συμπόσιο]], [[ξεφάντωμα]], [[γλέντι]], γενική [[ευθυμία]], χαρμόσυνη [[διάθεση]], στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐϋφρ-, ἡ, (εὔφρων)
A mirth, merriment, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od.20.8, cf. 10.465, etc.; esp. of a banquet, good cheer, festivily, οὐ . . τί φημι χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ' ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα κτλ. 9.6, cf. h.Merc.449, 482, etc.; κρατὴρ μεστὸς ἐϋφροσύνης Xenoph.1.4: pl., σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσυνῃσιν ἰαίνεται is cheered with glad thoughts, Od.6.156; festivities, A.Pr. 539, E.Ba.377 (both lyr.), etc.: chiefly poet., used by X.Cyr.8.1.32, Ages.9.4 (pl.): in sg., Id.Cyr.3.3.7, Pl.Ti.80b; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐ. Epicur. Fr.2: also in later Prose, LXX Ge.31.27, al., Act.Ap.2.28, Diogenian. Epicur.4.50, PLips.119 ii 1 (iii A. D.), etc.; εὐ. ψυχῆς οἶνος πινόμενος LXX Si.34.28 (31.36). II pr. n., Euphrosyne, one of the Graces, Hes.Th.909, etc.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋφροσύνη;
ης (ἡ) :
1 joie, gaîté, plaisir;
2 particul. joie dans un festin, bonne chère.
Étymologie: εὔφρων.
English (Strong)
from the same as εὐφραίνω; joyfulness: gladness, joy.
English (Thayer)
εὐφροσύνης, ἡ (εὔφρων (well-minded, cheerful)), from Homer down; good cheer, joy, gladness: Acts 14:17>.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφροσύνη, Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) εύφρων
1. χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, αγαλλίαση («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Εὐφροσύνη
μία από τις τρεις Χάριτες.
Greek Monotonic
εὐφροσύνη: Επικ. ἐϋφρ-, ἡ (εὔφρων), ευθυμία, κέφι, χαρά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για συμπόσιο, ξεφάντωμα, γλέντι, γενική ευθυμία, χαρμόσυνη διάθεση, στο ίδ.· στον πληθ., ευχάριστες σκέψεις, φροντίδες, στο ίδ.· εκδηλώσεις, εορτασμοί, σε Αισχύλ. κ.λπ.