ηγεμόνας: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(16) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM [[ἡγεμών]], θηλ. [[ἡγεμονίς]] και ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], Α δωρ. τ. [[ἁγεμών]], αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και [[ἡγεμών]] και ἡγεμόνισσα και [[ἡγεμόνη]], δωρ. ἁγεμόνη) [[ηγούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ηγείται, ο [[ηγέτης]], ο επικεφαλής<br /><b>2.</b> [[άρχων]] μιας χώρας, [[μονάρχης]], [[βασιλιάς]], [[αυτοκράτορας]], [[άρχων]] ηγεμονίας, [[πρίγκιπας]] («[[ηγεμόνας]] της Μολδοβλαχίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγός]], αυτός που προπορεύεται, που δείχνει τον δρόμο<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] του στρατού ή του στόλου, [[αρχιστράτηγος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προεξάρχει, που προΐσταται (α. «[[ἡγεμών]] | |mltxt=ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM [[ἡγεμών]], θηλ. [[ἡγεμονίς]] και ποιητ. τ. [[ἡγεμονηΐς]], Α δωρ. τ. [[ἁγεμών]], αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και [[ἡγεμών]] και ἡγεμόνισσα και [[ἡγεμόνη]], δωρ. ἁγεμόνη) [[ηγούμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ηγείται, ο [[ηγέτης]], ο επικεφαλής<br /><b>2.</b> [[άρχων]] μιας χώρας, [[μονάρχης]], [[βασιλιάς]], [[αυτοκράτορας]], [[άρχων]] ηγεμονίας, [[πρίγκιπας]] («[[ηγεμόνας]] της Μολδοβλαχίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγός]], αυτός που προπορεύεται, που δείχνει τον δρόμο<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] του στρατού ή του στόλου, [[αρχιστράτηγος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προεξάρχει, που προΐσταται (α. «[[ἡγεμών]] τοῦ χοροῡ» — ο [[κορυφαίος]] του χορού<br />β. «ἡγεμὼν τοῦ δικαστηρίου» — ο [[πρόεδρος]] του δικαστηρίου στην αρχαία Αθήνα)<br /><b>4.</b> αυτός που πρωτεύει, που υπερτερεί, που υπερέχει («πασῶν ἀρετῶν [[ἡγεμών]] ἐστιν [[εὐσέβεια]]» — από όλες τις αρετές ύψιστη [[είναι]] η [[ευσέβεια]])<br /><b>5.</b> (στους Ρωμαίους) α) <i>Ήγεμών</i> (Princeps)<br />[[προσωνυμία]] τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων<br />β) [[έπαρχος]], [[διοικητής]] ρωμαϊκής επαρχίας<br /><b>6.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτός που ηγείται, ο [[πρώτος]] («[[ἡγεμών]] άνήρ», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για [[ναυαρχίδα]] <b>κ.λπ.</b>) [[οδηγός]], αυτή που προηγείται και φέρει τη [[σημαία]], η πρώτη (α. «[[ἡγεμών]] ναῡς», <b>Αισχύλ.</b><br />β) «ἡγεμόνες πόδες» — τα πόδια που μας οδηγούν, <b>Αριστοτ.</b><br />γ) «ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσι» — ακολουθούν ως οδηγούς τα μέρη της ψυχής, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>οἱ ἡγεμόνες</i> (δωρ. <i>ἁγεμόνες</i>)<br />οι κέραμοι της στέγης που βρίσκονται ορθοί [[επάνω]] στο [[γείσο]], αλλ. ανθοκέραμοι ή ανθεμωτοί<br /><b>8.</b> (για θαλάσσιο [[ταξίδι]]) [[πλοηγός]], [[πιλότος]], [[οδηγός]]<br /><b>9.</b> [[ηνίοχος]]<br /><b>10.</b> [[είδος]] ψαριού, αλλ. ήγητήρ<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ἡγεμόνες νεότητος» — οι νέοι που πρωτεύουν<br /><b>12.</b> η [[βασίλισσα]] τών [[μελισσών]] και τών [[σφηκών]] οι οποίες θεωρούνται από τον Αριστοτέλη αρσενικού γένους<br /><b>13.</b> <b>επιγρ.</b> [[ένας]] από τους εκπαιδευτές στα γυμναστήρια<br /><b>14.</b> (στην [[προσωδία]]) [[πυρρίχιος]], [[μετρικός]] [[πους]] ή [[λέξη]] που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) ηγούμαι
1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής
2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης, βασιλιάς, αυτοκράτορας, άρχων ηγεμονίας, πρίγκιπας («ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας»)
αρχ.
1. οδηγός, αυτός που προπορεύεται, που δείχνει τον δρόμο
2. αρχηγός του στρατού ή του στόλου, αρχιστράτηγος
3. αυτός που προεξάρχει, που προΐσταται (α. «ἡγεμών τοῦ χοροῡ» — ο κορυφαίος του χορού
β. «ἡγεμὼν τοῦ δικαστηρίου» — ο πρόεδρος του δικαστηρίου στην αρχαία Αθήνα)
4. αυτός που πρωτεύει, που υπερτερεί, που υπερέχει («πασῶν ἀρετῶν ἡγεμών ἐστιν εὐσέβεια» — από όλες τις αρετές ύψιστη είναι η ευσέβεια)
5. (στους Ρωμαίους) α) Ήγεμών (Princeps)
προσωνυμία τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων
β) έπαρχος, διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας
6. ως επίθ. α) αυτός που ηγείται, ο πρώτος («ἡγεμών άνήρ», Πλάτ.)
β) (για ναυαρχίδα κ.λπ.) οδηγός, αυτή που προηγείται και φέρει τη σημαία, η πρώτη (α. «ἡγεμών ναῡς», Αισχύλ.
β) «ἡγεμόνες πόδες» — τα πόδια που μας οδηγούν, Αριστοτ.
γ) «ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσι» — ακολουθούν ως οδηγούς τα μέρη της ψυχής, Πλάτ.)
7. αρχιτ. οἱ ἡγεμόνες (δωρ. ἁγεμόνες)
οι κέραμοι της στέγης που βρίσκονται ορθοί επάνω στο γείσο, αλλ. ανθοκέραμοι ή ανθεμωτοί
8. (για θαλάσσιο ταξίδι) πλοηγός, πιλότος, οδηγός
9. ηνίοχος
10. είδος ψαριού, αλλ. ήγητήρ
11. φρ. «ἡγεμόνες νεότητος» — οι νέοι που πρωτεύουν
12. η βασίλισσα τών μελισσών και τών σφηκών οι οποίες θεωρούνται από τον Αριστοτέλη αρσενικού γένους
13. επιγρ. ένας από τους εκπαιδευτές στα γυμναστήρια
14. (στην προσωδία) πυρρίχιος, μετρικός πους ή λέξη που αποτελείται από δύο βραχείες συλλαβές.