ημιτμήξ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιτμήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br />κομμένος στη [[μέση]], διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τμηξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[κόβω]]», με αντίστροφη [[παραγωγή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απο</i>-<i>τμήξ</i>].
|mltxt=[[ἡμιτμήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br />κομμένος στη [[μέση]], διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τμηξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[κόβω]]», με αντίστροφη [[παραγωγή]]), [[πρβλ]]. <i>απο</i>-<i>τμήξ</i>].
}}
}}

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο-τμήξ].