θεωρώ: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(17)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ θεωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[κοιτάζω]], [[θωρώ]], [[παρακολουθώ]] προσεκτικά με το [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[κρίνω]] (α. «τον [[θεωρώ]] αδελφό μου» β. «τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο για...»)<br /><b>2.</b> (για υπάλληλο) [[ελέγχω]] τη [[γνησιότητα]] εγγράφων<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] στις αρμόδιες αρχές για [[θεώρηση]] («[[θεωρώ]] το [[διαβατήριο]] μου»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[κείμενα]]) [[επιμελούμαι]] και [[εγκρίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κατανοώ]] «[[μυστικώς]]», με την [[περισυλλογή]] και την [[ενόραση]] («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῡμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ηγέτη) [[επιθεωρώ]]<br /><b>2.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[θεατής]] στο [[θέατρο]] ή σε αγώνες<br /><b>4.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[θεωρός]] σε [[πανηγύρι]] ή σε αγώνες<br /><b>6.</b> [[αποστέλλω]] θεωρούς<br /><b>7.</b> [[πηγαίνω]] να ρωτήσω στο [[μαντείο]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>θεωροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />συγκρίνομαι, παραβάλλομαι<br /><b>9.</b> [[σκέπτομαι]], [[στοχάζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]]. Η σημασιολογική του [[εξέλιξη]] παράλλ. με την [[εξέλιξη]] της λ. [[θεωρία]]].
|mltxt=(ΑΜ θεωρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[κοιτάζω]], [[θωρώ]], [[παρακολουθώ]] προσεκτικά με το [[βλέμμα]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[κρίνω]] (α. «τον [[θεωρώ]] αδελφό μου» β. «τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο για...»)<br /><b>2.</b> (για υπάλληλο) [[ελέγχω]] τη [[γνησιότητα]] εγγράφων<br /><b>3.</b> [[προσκομίζω]] στις αρμόδιες αρχές για [[θεώρηση]] («[[θεωρώ]] το [[διαβατήριο]] μου»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[κείμενα]]) [[επιμελούμαι]] και [[εγκρίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]], [[κατανοώ]] «[[μυστικώς]]», με την [[περισυλλογή]] και την [[ενόραση]] («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῡμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ηγέτη) [[επιθεωρώ]]<br /><b>2.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[θεατής]] στο [[θέατρο]] ή σε αγώνες<br /><b>4.</b> [[φιλοσοφώ]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[θεωρός]] σε [[πανηγύρι]] ή σε αγώνες<br /><b>6.</b> [[αποστέλλω]] θεωρούς<br /><b>7.</b> [[πηγαίνω]] να ρωτήσω στο [[μαντείο]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>θεωοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />συγκρίνομαι, παραβάλλομαι<br /><b>9.</b> [[σκέπτομαι]], [[στοχάζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]]. Η σημασιολογική του [[εξέλιξη]] παράλλ. με την [[εξέλιξη]] της λ. [[θεωρία]]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(ΑΜ θεωρῶ, -έω)
1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα
2. εξετάζω, ερευνώ
νεοελλ.
1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τον θεωρώ αδελφό μου» β. «τον θεωρώ υπεύθυνο για...»)
2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων
3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρησηθεωρώ το διαβατήριο μου»)
4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνω
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῡμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)
2. προσέχω
αρχ.
1. (για ηγέτη) επιθεωρώ
2. φιλοσοφώ
3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες
4. φιλοσοφώ
5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες
6. αποστέλλω θεωρούς
7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο
8. παθ. θεωοῦμαι, -έομαι
συγκρίνομαι, παραβάλλομαι
9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη της λ. θεωρία].