θοίναμα: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θοίναμα]], τὸ (Α) [[θοινώ]]<br />[[φαγητό]], [[συμπόσιο]] («οἰκτρότατα θοινάματα», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[θοίναμα]], τὸ (Α) [[θοινώ]]<br />[[φαγητό]], [[συμπόσιο]] («οἰκτρότατα θοινάματα», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θοίνᾱμα:''' -ατος, τό ([[θοινάω]]), [[γεύμα]], [[συμπόσιο]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.
Greek (Liddell-Scott)
θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.
Greek Monolingual
θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).