καταχρηστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(20)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρηστικός''': ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191˙ Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.
|lstext='''καταχρηστικός''': ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191· Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταχρηστικός]], -ή, -όν) [[καταχρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κατάχρηση]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα ή με [[υπέρβαση]] του αυστηρά ορθού, [[κακώς]] εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι <i>ᾳ</i>, <i>ῃ</i>, <i>ῳ</i><br />β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις [[ἄνευ]], [[ἄχρι]], [[μέχρι]], [[χωρίς]], [[ἕνεκα]] ή <i>ἕνεκεν</i>, [[πλήν]], <i>ὡς</i>, [[χάριν]], οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει [[εκτός]] της [[πλήν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μαθ.</b> «καταχρηστικό [[κλάσμα]]» — το [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξυπηρετικός]], [[πρόθυμος]], [[χρήσιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρηστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α <i>καταχρηστικώς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα, κατ' [[εξαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />αφύσικα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά<br /><b>2.</b> ανακριβώς, αδοκίμως, [[κατά]] κακή [[χρήση]] της γλώσσας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταχρηστικός]], -ή, -όν) [[καταχρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κατάχρηση]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα ή με [[υπέρβαση]] του αυστηρά ορθού, [[κακώς]] εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι <i>ᾳ</i>, <i>ῃ</i>, <i>ῳ</i><br />β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις [[ἄνευ]], [[ἄχρι]], [[μέχρι]], [[χωρίς]], [[ἕνεκα]] ή <i>ἕνεκεν</i>, [[πλήν]], <i>ὡς</i>, [[χάριν]], οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει [[εκτός]] της [[πλήν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μαθ.</b> «καταχρηστικό [[κλάσμα]]» — το [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξυπηρετικός]], [[πρόθυμος]], [[χρήσιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρηστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α <i>καταχρηστικώς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα, κατ' [[εξαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />αφύσικα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά<br /><b>2.</b> ανακριβώς, αδοκίμως, [[κατά]] κακή [[χρήση]] της γλώσσας.
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρηστικός Medium diacritics: καταχρηστικός Low diacritics: καταχρηστικός Capitals: ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katachrēstikós Transliteration B: katachrēstikos Transliteration C: katachristikos Beta Code: kataxrhstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A misused, misapplied, of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.Rh.1.89 S., cf. S.E. M.8.129. Adv. -κῶς by a misuse of language, Str.7.7.11, S.E.P.1.191, etc.; opp. κυρίως, D.T.632.24, Phld.Po.5.15, Ph.1.68: Comp. -ώτερον A.D. Synt.4.26, S.E.M.6.2.    2 serviceable, τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι Ptol. Tetr.80.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρηστικός: ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191· Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταχρηστικός, -ή, -όν) καταχρώμαι
1. αυτός που κάνει κατάχρηση
2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση του κανόνα ή με υπέρβαση του αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος
3. φρ. α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι , ,
β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις ἄνευ, ἄχρι, μέχρι, χωρίς, ἕνεκα ή ἕνεκεν, πλήν, ὡς, χάριν, οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει εκτός της πλήν
νεοελλ.
φρ. μαθ. «καταχρηστικό κλάσμα» — το κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή
αρχ.
εξυπηρετικός, πρόθυμος, χρήσιμος.
επίρρ...
καταχρηστικώς και -άκαταχρηστικώς)
νεοελλ.
κατά παράβαση του κανόνα, κατ' εξαίρεση
μσν.
αφύσικα
αρχ.
1. μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά
2. ανακριβώς, αδοκίμως, κατά κακή χρήση της γλώσσας.