κηρύκειος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[κηρύκειος]],-ον) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («[[κηρύκειον]] [[γράμμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηρύκειο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[ραβδί]] του κήρυκα<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(νομ.)</b> <i>τα [[κηρύκεια]]<br />η [[αμοιβή]] του κήρυκα [[κατά]] την παλαιά [[πολιτική]] [[δικονομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σύμβολο]] του κήρυκα ή [[κάλυμμα]] της κεφαλής του κήρυκα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρύκεια]] συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο [[ικέτης]] και τά κατέθετε στον βωμό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ [[κηρύκειον]] ἢ τὴν μάχαιραν» — [[ειρήνη]] ή πόλεμο (<b>Φώτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[ραβδί]] του Ερμή, κήρυκα τών θεών<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει [[μισθός]]» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε» <br />δ) μικρή [[σφραγίδα]]<br />ε) [[ονομασία]] αστερισμού<br />στ) [[φόρος]] δημοπρασίας<br />ζ) η [[αμοιβή]] εκείνου που έκανε τη [[δημοπρασία]]<br />η) η [[αμοιβή]] του καταδότη<br />θ) χειρουργικό [[εργαλείο]]. | |mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[κηρύκειος]],-ον) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («[[κηρύκειον]] [[γράμμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηρύκειο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[ραβδί]] του κήρυκα<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(νομ.)</b> <i>τα [[κηρύκεια]]<br />η [[αμοιβή]] του κήρυκα [[κατά]] την παλαιά [[πολιτική]] [[δικονομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σύμβολο]] του κήρυκα ή [[κάλυμμα]] της κεφαλής του κήρυκα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρύκεια]] συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο [[ικέτης]] και τά κατέθετε στον βωμό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ [[κηρύκειον]] ἢ τὴν μάχαιραν» — [[ειρήνη]] ή πόλεμο (<b>Φώτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[ραβδί]] του Ερμή, κήρυκα τών θεών<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει [[μισθός]]» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε» <br />δ) μικρή [[σφραγίδα]]<br />ε) [[ονομασία]] αστερισμού<br />στ) [[φόρος]] δημοπρασίας<br />ζ) η [[αμοιβή]] εκείνου που έκανε τη [[δημοπρασία]]<br />η) η [[αμοιβή]] του καταδότη<br />θ) χειρουργικό [[εργαλείο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κηρύκειος:''' (ῡ) относящийся к глашатаю ([[γράμμα]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid. II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
German (Pape)
[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί του κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή του κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής του κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί του Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή του καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.
Russian (Dvoretsky)
κηρύκειος: (ῡ) относящийся к глашатаю (γράμμα Soph.).